United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώρες πολλές μπορούσαμε να περπατούμε στο στενό μονοπάτι, που έφερνε από το κοκκινοβαμένο σπίτι μας κάτω στην ακρογιαλιά και κάθε βράδι μέναμε στην αποβάθρα πολλή ώρα κι ακούγαμε το θόρυβο των κυμάτων, που τώρα αχούσε ησυχότερος παρότι την ανήσυχη άνοιξη, μα και τραχήτερος μαζί.

Πάλμο, να λυπηθής την κακόμοιρη σου τη Μοιρίτα! Μου τάλεγε μ' έναν τρόπο που μου ραγίζει την καρδιά, μόνο που το θυμούμαι. Άρχιζαν πάλε να βρέχουνται τα μάγουλά της. Πώς να την αφήσω να κλαίη; Ο μεγαλήτερός μου ο καημός είταν ο καημός της. Ήθελα να μοιάζη η ζωή της με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Προσπαθούσα να στρώσω γλυκά και τον άμμο, να μαλακώσω και το χώμα.

Έτσι περνούσε όλον τον καιρό του, δρασκελώντας βράχους και γκρεμνά, και δεν ήτανε τόπος στο μεγάλο του βασίλειο, που δεν τον ήξερε, δεν ήτανε κορφή που δεν την είχε πατημένα, δεν ήτανε λόγγος που δε χάρηκε τον ήσκιο του, δεν ήτανε ρεματιά που δεν τον δέχτηκε κι' ακρογιαλιά που δεν τον είδε. Τόμορφο βασιλόπουλο ήτανε βασιλιάς αληθινός στο βασίλειό του.

Κ' εγώ θυμούμαι ταις βραδειαίς αυταίςτην ξενητειά μου Που με τραγούδια με χαραίς εφτέρωνε η καρδιά μου 'Στη λίμνη των Γιαννίνων μου, 'ς τη λίμνη αλήθεια εκείνη Που κάθε μια νυμφαία της και κάθε καλαμιά της Κρύβει Νεράιδες ώμορφαις, κ' εις κάθε ακρογιαλιά της Με τραγουδάκι ερωτικό κάθε της κύμα σβύννει· Κ' εκείνο τώμορφο νησί με το μικρό βουνό του, Με μοναστήριατη κορφή, 'ς τα πλάγια, 'ς το ριζό του, Με ταις βαθειαίς του ταις σπηληαίς, Τα κάτασπρα τα σπήτια του μέσ' ς τα κλαριά χωμένα Κλαριά γιομάτα χλωρασιά και πάντα φυλλωμένα, Πώχουν αμέτρηταις φωληαίς Πουλιά μικρά γλυκόλαλα λογιών-λογιών χιλιάδες, Κ' εμπρός τα πλάγια του βουνού γιομάτα πρασινάδες . . . Πατρίδα μου! πώς απ' τον νου εγώ να σε ξεγράψω!

Και ανάμεσα, βαθειά, το δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων.

Πρώτοι οι Μεθυμνιώτες άρχισαν την κατηγορία καθαρά και σύντομα σαν είχανε γελαδάρη για κριτή: — Ήρθαμε στους κάμπους τούτους θέλοντας να κυνηγήσουμε· το καΐκι μας λοιπόν, αφού το εδέσαμε με λιγαριά χλωρή, τ' αφίσαμε στην ακρογιαλιά κ' εμείς ζητούσαμε με τα σκυλιά κυνήγι. Στο αναμεταξύ τα γίδια τουτουνού εδώ, αφού κατεβήκανε στη θάλασσα, και τη λιγαριά την τρώνε όλη και λύνουν και το καΐκι.

Η γυναίκα μου δεν είχε δει ποτέ τα δυτικά ακρογιάλια κ' ήξερα πως είχε ένα είδος αντιπάθεια για όλο το ταξίδι κ' είπε το ναι μονάχα γιατί ένοιωσε πως η παραμικρότερη αντίσταση θα με λυπούσε. Το γνώριζα αυτό, γιατί μια μέρα είπε: «Δεν μπορώ να φανταστώ ένα καλοκαίρι, που δε βλέπει κανείς δέντρα».

Είχε γυρίσει πάλι το καλοκαίρι, οι αστροφεγγιές σκορπούσανε τα μάγια τους στην ακρογιαλιά, το χώμα κ' οι θημωνιές ύστερα απ' τις ψιλές βροχούλες σκορπούσανε μεθυστικές μυρωδιές στον κάμπο, και τα φύκια στην ακρογιαλιά βαλσαμώνανε τον αέρα με την αλμύρα τους. Ο Παύλος γύρισε και είπε της Παυλίνας: — Γιατί είσαι παραπονεμένη, αγάπη μου; Τι θέλεις ακόμα να σου χαρίσω ; Ό,τι είχα σου τώδωκα.

Φυσούσε δυνατός αέρας και φυσικά τη στιγμή αυτή κάθε άλλο είτανε παρά ευχάριστος, όχι τόσο γιατί έκανε ενοχλητικό το ταξίδι, όσο γιατί μια τρικυμία στα δυτικά ακρογιάλια δεν είναι το καταλληλότερο μέσο να σβήση μιαν αντιπάθεια προς τη θάλασσα, όταν υπάρχει.

Μα είμουνα πολύ συγκινημένος, πολύ ευτυχισμένος για τον παράξενο πλούτο, που μου έλαχε. Κι άξαφνα θυμήθηκα το καλοκαίρι που είμαστε στα δυτικά ακρογιάλια κ' είδα τη γυναίκα μου τη στιγμή, που είχε στρήψει σε με το πρόσωπό της από το παράθυρο όπου έστεκε και μ' έκαμε να αιστανθώ πως κ' οι δυο είχαμε ενωθεί στην ίδια αγάπη προς την ατέλειωτη θάλασσα, που δε γνωρίζει σύνορα.