United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε κάθε φωλιά και μερικά πουλάκια∙ κάθε τόσο ένα γυαλιστερό και σφαιρικό κεφαλάκι σαν πίνα πρόβαλε έξω, ξεγλιστρούσε ένα χελιδόνι, έπειτα ένα άλλο, δέκα, είκοσι και ο ουρανός γύρω από το παραθυράκι του Τζατσίντο γέμιζε από το πέταγμα μικρών μαύρων σταυρών και από ένα μελαγχολικό τετέρισμα.

Εκείνος εκατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δεν εσηκώθηκεν από τη θέσι του· μόνον με ακολουθούσε μ' ένα βλέμμα, μελαγχολικό, παραπονιάρικο σαν να μ' έβλεπε στο νεκροκρέβατο. Την άλλη την ημέρα μ' έμπλεξε που επήγαινα με τους ναύτες στην πόλι. Μόλις τον αγνάντεψα ηθέλησα να κρυφτώ· αλλ' από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημά του που τα πόδια αρνήθηκαν ν' ακούσουν τη θέλησί μου.

Ο σεβασμός του Ρένα για τη γαλήνη του σκοτεινού αυτού και μαλακού υγρού σηκώθηκεν άπειρος. Κι' ολόγυρα το σκοτάδι σημειωνότανε περισσότερο μελαγχολικό δείχνοντας τη ζωή που κοιμάται., Στο βάθος μια ξεφτισμένη κορδέλλα από φώτα όριζε, τη μακρυνή πολιτεία. Ο Ρένας τώρα για πρώτη φορά πρόσεξε.

Είναι το βιβλίο που ταγάπησε ο Gautier, ταριστούργημα του Beaudelaire. Άνοιξέ το στο μελαγχολικό εκείνο μαντριγκάλ που αρχινά έτσι: Que m' importe que tu sois sage ? Sois belle! et sois triste! και θα δης πως λατρεύεις κ' εσύ τον πόνο, όπως ποτέ σου δεν ελάτρεψες τη χαρά.

Εγονάτισε εντελώς απελπισμένος μπρος στην Καρολίνα, έδραξε τα χέρια της, τα επίεσε στα μάτια του, προς το μέτωπό του, και προαίσθημα του φοβερού του σκοπού εφαίνετο πως διαπέρασε την ψυχή της Καρολίνας. Η αισθήσεις της καταταράχθηκαν, έσφιγγε τα χέρια του, τα έσφιγγε στο στήθος της, έγειρε με μελαγχολικό πάθος προς αυτόν και τα θερμά μάγουλά τους πλησίασαν. Ο κόσμος χανότανε γι' αυτούς.

Από ένα μαύρο τείχος ένα γαλάζιο παράθυρο ανοιχτό, όμοιο με το μάτι του παρελθόντος, κοιτάζει το μελαγχολικό τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που ανατέλλει, την κυματιστή πεδιάδα με τα γκρίζα στίγματα της άμμου και τα κιτρινωπά βουρλοτόπια, την πρασινωπή φλέβα του ποταμού, τα λευκά χωριουδάκια με το καμπαναριό στη μέση σαν το στύλο μες στο άνθος, τα βουναλάκια πάνω από τα μικρά χωριά και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά του Νούορο.

Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.

Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, το μελαγχολικό σύθαμπο, τ' αστέρι το λαμπρό που έτρεμε βασιλεύοντας στον κιτρινόγλαυκον αιθέρα, πίσω από τα χιονισμένα βουνά και μου ετάραξε τη συνείδησι, όπως αναταράζει ο βοριάς τη θάλασσα και δείχνει στον βυθό το θεριεμένο κοράλλι.

Εκεί θα ξενυχτίσω μου φαίνεται. Καληνύχτα σας. ΒΕΡΑ — Ο καϋμένος ο Αργύρης. Φαίνεται πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. ΦΛΕΡΗΣΚαλά, Αργύρη. Πήγαινε. Καληνύχτα. Δεν μου κολλάει ύπνος. Δεν ξέρω τι έπαθα απόψε. ΒΕΡΑΔεν υπάρχει θλιβερώτερο θέαμα από ένα μελαγχολικό γέρο. Δεν ξέρω γιατί. . . Μα είνε κάτι τι σπαρακτικό. Κυττάξτε πως πηγαίνει στο φεγγάρι.

Ο Schopenhauer ανάλυσε τον πεσσιμισμό που χαρακτηρίζει την νέα σκέψη, όμως ο Άμλετ είν' εκείνος που τον ευρήκε. Ο κόσμος έγεινε μελαγχολικός, γιατί μια φορά ένα νευρόσπαστο ήταν μελαγχολικό. Ο Μηδενιστής, αυτός ο παράξενος μάρτυρας, που δεν έχει καμμιά πίστη, που ανεβαίνει δίχως ενθουσιασμό στο ικρίωμα και πεθαίνει για ό,τι δεν πιστεύει, είναι καθαρά φιλολογικό προϊόν.