United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πριν αρχήση ο πόλεμος, θυμήσου, ο Ησαΐας Να βγη ψηλάτο ξέφαντο κ' εκείθε να κηρύξη Το φοβερόν τον όρκο μας, για να γνωρίση ο κόσμος Ότι το ράσο του παπά κ' η μίτρα του Δεσπότη θα γένουν Χάρου φλάμπουρο και σκιάχτρο και σκοτάδι Και κατασάρκι μελανό στην Άγια Τράπεζά μας, Όσο σ' αυτά τα χώματα δαφνοστεφανωμένη Η Βουλωμένη εκκλησιά το μέτωπο δε δείξη.

Η εικόνα ήτον παλιά κι αξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρά με γιγάντιο ανάστημα και με πανώργια μορφή. Είχε ασπροκόκκινο το πρόσωπο και περίσσια έμμορφο και καλοσυνάτο κ' ευγενικό, πρόσωπο βασιλικό καθαρό. Γρυπή τη μύτη, το μέτωπο καθάριο και πλατύ, το γένειο μακρύ και γυρμένο κατά εμπρός λίγο και κομμένον τον τσαμπά.

Εσύ έχεις δίκιο, είπα, κι ο τραχύς λόγος έχει άδικο. Έπρεπε να λέη: «Ευλογημένη η γη ένεκα σού». Και λέγοντας αυτό, γονάτισα κι ακκούμπησα το μετωπό μου στη γυναίκα μου και στο παιδί μου. Και κείνη με το χέρι, που της έμενε λεύτερο, μου χάδεψε τα μαλλιά. Ω είμαστε νέοι τότε, νέοι και πολύ ευτυχισμένοι. Δεν ανάφερα ως τώρα τόνομα της γυναικός μου και μου είναι ακόμα δύσκολο να το κάμω.

τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναιόνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.

Οι δροσιστικές πρωινές πνοές ξανεμίζουν τα χρυσά μαλλιά στο μέτωπό της.

Τα σερπετά μαυλίζει Και τα τινάζει επάνω του... Ύστερα, διπλοπόδι, Τα παραμόνευε ο φονιάς μην αποκοιμηθούνε Κι' αφήσουν ατελείωτο το νυχτοκάματό τους. Ακοίμητο, αγρυπνούσ' εκεί και του Θεού το μάτι. Χιλιάδαις ήρθανε με μιας τριγύρωτο Θανάση Ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τον άλλον κόσμο Με τα παληά τους βάσανα, με την παλληκαριά τους, Και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν.

Έφεγγε πια τώρα στο μέτωπό της κάποια παρηγοριά. Σαν αχτίδα της κατέβηκε από κόσμους μυστικούς και τη μέρεψε. Δεν ψυχοπονούσε πια η Ασήμω.

Η μάνα μου πέρασε τη νύχτα άγρυπνη στο προσκέφαλό μου να μου βάζη βρεμμένα πανιά στο μετωπο και να μου κάνη διάφορα γιατρικά. Και μες στις ζάλες μου την είδα μια στιγμή να κλαίη. Ο νυχτερινός πυρετός κείνος μαφήκε τρομερή εξάντληση και το επόμενο βράδυ μούρθε πάλι.

Μπρε! είπεν άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του. Τόρα μόλις εφωτίσθηκε. Ναι τόρα εθυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα έμενεν ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξεν αστόχαστα: — Μωρέ μήλο για δάγκωμα! Κ' έσυρε το τρεμάμενο χέρι γλυκά και ανάλαφρα επάνω της. Με τούτο όμως ο γέροντας εμολήνθηκε και μολυσμένου άνθρωπου δεν πιάνουν τα μάγια ποτέ!

το μέτωπό του το πλατύ που το φωτίζ' ο ήλιος Επέρασ' ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα... Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδατα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύει Σαν νάχε πιή την αλοή... — Αχ! Μήτζε Κοντογιάννη, 'Σ τον άδη που θα καταιβώ, αν μ' εύρη ο γέροντάς σου Και με ρωτήση, τι θα 'πώ;... Πως μ' έν' αρματωλίκι.. Είπε και στέναξε βαρειά.