Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Αλλά μ' ευρήκε » Βόλι 'ς το μέτωπο ζεστό » Και μες 'ς τη γη μ' αφήκε. » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά. » Και η ψυχή μου βγαίνει.» «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου. » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς Να σηκωθή ο Γρίβας Ο Θοδωράκης · φώναξε, Άλλος νέος Αννίβας. « Και πόσαις μάχαις έκαμα » Μετά το θάνατό σου!...»
Κοκκίνισε φευγαλέα το μέτωπό της∙ σαν μια φλόγα που λάμπει για μια στιγμή μονάχα κι έπειτα σβήνει μακριά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ανέβηκε από τα βάθη της συνείδησής της η βεβαιότητα ότι κι αυτή θα έκανε, λίγα λεπτά πριν, οποιαδήποτε τρέλα για τον Τζατσίντο. Έπειτα σιωπή, σκοτάδι.
Άμα την έβλεπα, άμα το χέρι της άγγιζε το μέτωπό μου, όσο βαρειά κιαν ήμουν άρρωστος, το χαμόγελο ανέβαινε στα χείλη μου. Κ' η παρουσία της είχε τη μεγαλείτερη θεραπευτική δύναμη στις αρρώστειες μου. Αλλά και τα πειο πικρά και δυσάρεστα φάρμακα τάπαιρνα, ευχάριστα μάλιστα, από τα χέρια της. Η μεγάλη μου ευτυχία ήτο να με κρατή στην αγκαλιά της.
Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.
Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιον στόκο 'ς την κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.
Την είχε πάρει ο Διάκος Χρονιάρικη ’ς τα Γιάννινα κι' από τ' αστέρι πούχε Καταμεσής ’ς το μέτωπο την έκραζεν Α σ τέ ρ ω. Έβραζ' ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή του Την έφερν' ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου. Όλοι προσμένουνε βουβοί... Κανένας πεζοδρόμος 'Σ το ξάγναντο δε φαίνεται... ο Μήτρος, πουν' ο Μήτρος;
Πέφτ' η σάρκα του κομμάτια Τα δυο χείλη λαγγαδιά. Το γλυκό χαμόγελό του Λίγο λίγο είχε σβυστή Και περνούν 'ς το μέτωπό του Μαύρα γνέφη εδώ κ' εκεί. »Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου Τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή Ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου Δος μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη.»
Κάθεται μέσ' 'ς την άκρη, Και τ' αφρισμένα του νερά τα ραίνει με το δάκρυ. Νεράιδες απ' τα κύματα πηδούν χεροπιασμένες Και σταίνουν τους πλεκτούς χορούς. Η οχθιές καμαρωμένες Εντιλαλούνε τους αχούς. 'Σ τ' Άγραφα ασπρογαλιάζει Η χαραυγούλα. Ο Αυγερινός, λαμπρός λαμπρός, σταλάζει 'Σ το μέτωπό της τώμορφο αχτίδες διαμαντένιες. Τ' άλλα τ' στέρια αχνίζουνε. Γελούνε σμαραγδένιες Γύρω η κορφές.
Γιατί μαρέση να θωρώ στσ' εγκρεμούς. Άξαφνα μου λέει: — Να σου πω, Γιώργο· θαρρώ πως η μάνα σου 'χει δίκιο, απού σου λέει να μη μου σιμόνης. Και να κάμης ό,τι σου λέει η μάνα σου. Δεν κάνει και να παρακούς σεκείνη που σ' εγέννησε, παιδί μου. Είνε μεγάλο κρίμα. Είχε σταθή στη σκιά μιας ελιάς και στήριζε το χέρι της σένα χαμηλό κλάδο. Μια ήλιου αχτίνα σχημάτιζε σαν άστρο πάνω από το μέτωπό της.
Ο άσβυστος Πόθος κ' η Ζήλια η ωχροπράσινη μαζί με την Απάτη και τη μαύρη Καταφρόνια, σκόρπιζαν τα θύματά τους σαν κομμένα κρίνα εδώ κ' εκεί. Κ' ήταν τα θύματα γλυκές παρθένες και ζηλεμένοι νιοι, κ' ήταν το πάθημά τους πεταλούδας πάθημα. Εκείνη κύτταζε τις ζωγραφιές και η λύπη πλάκωνε το μέτωπό της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν