United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μ' ευρήκε » Βόλιτο μέτωπο ζεστό » Και μεςτη γη μ' αφήκε. » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά. » Και η ψυχή μου βγαίνει.» «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου. » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς Να σηκωθή ο Γρίβας Ο Θοδωράκης · φώναξε, Άλλος νέος Αννίβας. « Και πόσαις μάχαις έκαμα » Μετά το θάνατό σου!...»

Η γριά σήκωσε το χέρι της και τον τράβηξε με δύναμη επάνω της. Μια οσμή σήψης και τάφου αναδυόταν από το μικρό κρεβάτι, εκείνος όμως δεν τραβήχτηκε παρόλο που ένιωθε το κολιέ της θειας-Ποτόι να του αγγίζει το πρόσωπο, ζεστό σαν να ήταν επάνω στη φωτιά, και την αναπνοή της να περνάει πάνω στα μαλλιά του σαν αράχνη. «Άκουσέ με Έφις, είμαστε μπροστά στο Θεό. Εγώ είμαι έτοιμη να φύγω.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τούτ' είν' η ώρα της νυκτός 'πού η στρίγλαις βγαίνουν, 'πού οι τάφοι χάσκουν, οπού η Κόλασις κ' εκείνη το μίασμά της εις τον κόσμον τούτον στέλνει· τώρα κ' αίμα ζεστό μπορούσα να ρουφήσω, κ' έργα τόσο σκληρά να κάμ' ώστε να φρίξη της ημέρας το φως.

ΑΡΓΓΑΝ Ναι Βγήκε αρκετή χολή; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Εγώ, κύριε, μα την αλήθεια, δεν ανακατεύομαι σ' αυτά· αυτά μόνο ο Φλεράν τα μυρίζεται, αφού πληρώνεται. ΑΡΓΓΑΝ Φρόντισε να είνε έτοιμο ζεστό νερό για το άλλο κλύσμα που θα κάνω σε λίγο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αυτός ο κύριος Φλεράν και ο άλλος ο κύριος Πυργγόν αρκετά διασκεδάζουν με το σώμα σας· καλή αγελάδα έχουνε κι' αρμέγουν.

Αλλά ποτέ δεν εστάθη τον χειμώνα εις την θύραν της πτωχός γέρων ή γραία, χωρίς να δώση εις αυτόν ολίγαις πήχαις ζεστό μάλλινο ύφασμα διά να ενδυθή· ποτέ δεν ήλθε μητέρα με γυμνό παιδάκιτα χέρια της, χωρίς να το εφοδιάση με όσα εχρειάζετο· πολλάκις μάλιστα τα έρραπτεν η ιδία. Διά τούτο, όταν η καλή αυτή γυναίκα απέθανε, την εθρήνησεν όλο το χωριό.

Σφάζουν κρέατα! επανέλαβεν η γραία ως εν ονείρω λαλούσα. Σφάζουν πετεινούς σφάζουν χοίρους! Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ούτε ψωμί ζεστό δεν έχουν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έννοια σου! Ταχειά που θαρθή ο καπετάνιος μου, να ιδής πετεινούς και όρνιθες.

Ο Έφις γονάτισε στο συνηθισμένο μέρος κάτω από τον άμβωνα, ακούμπησε το κεφάλι στην κολώνα και προσευχήθηκε. Το αίμα άρχισε πάλι να κυκλοφορεί στις φλέβες του, αλλά ζεστό και βαρύ σαν τη λάβα.

Με σκέλη, σαν άνθρωπος, και η πλέγες του, σαν χέρια! ζεστό, μα την αλήθεια! αλλάζω γνώμη τώρα· τούτο δεν είναι ψάρι, είν' ένας κάτοικος του νησιού, που προ ολίγου κάτι θα έπαθε από το αστροπελέκι. Ωιμένα! Νάσου πάλι η κακοκαιρία! καλύτερα να χωθώ αποκάτου από τη γούνα μου. Άλλο καταφύγιο δεν είναι εδώ τριγύρου.

Βαρειά φτερνιέται τάλογο, πεζεύει ο καββαλάρης Και κράζει τη γυναίκα του και ολοβροντάει τη θύρα. Λαχταριστοί τινάζονται απ' το ζεστό το στρώμα Και κατεβαίνουν 'ςτήν αυλή τον ξένον να δεχτούνε. Χίλιαις αλλάζουν αγκαλιαίς, φιλήματ' άλλα τόσα. Ο ένας κλαίει από χαρά, κ' οι δυο από φόβο αχνίζουν. — Τ' είσαι καλή μου τόσο αχνή και τρέμεις σαν το φύλλο;

Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθή με τη Μαριανθούλα της στο ζεστό μαντζάτο, κι' η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της, ξαδέρφωσε τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί, και να μην έχουν άκρα στο σπίτι τα ισκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι κατσικοποδαραίοι κι' οι καληκαντζάροι, πήρε το προσκέφαλό της και το σάγισμά της κι' έγειρε παραστιάς να κοιμηθή.