United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι γίνεσαι, αυθέντα μου; Κατάμονος τι μένεις, με συντροφιάν τα θλιβερά φαντάσματά σου μόνον; Τι τρέφεσαι με στοχασμούς, που έπρεπε να ήσαν μ' αυτούς που συλλογίζεσαι μαζί κι' αυτοί θαμμένοι; Όσα δεν έχουν ιατρικόν, να λησμονούνται πρέπει! Το ό,τι έγειν', έγεινε! ΜΑΚΒΕΘ Εκόψαμεν το φίδι αλλά δεν το 'σκοτώσαμεν.

Τον αναγνώρισε αμέσως: ήταν ο Βαρόνος, ένας από τους τόσους αρχαίους Βαρόνους που τα φαντάσματά τους ζούσαν ακόμη ανάμεσα στα χαλάσματα του Κάστρου, μέσα στα υπόγεια που ήταν σκαμμένα κάτω από τον λόφο και κατέληγαν στη θάλασσα. «Κορίτσι μου», της είπε με ξενική προφορά, «τρέξε στην Κυρία της γέννας και παρακάλεσέ την ν’ ανέβει απόψε το βράδυ στο Κάστρο, επειδή η γυναίκα μου, η Βαρόνη, κοιλοπονά.

Δεισιδαιμονία και απιστία συνήθως συμβαδίζουσι· κεκηρυγμένοι άθεοι επίστευον εις τας οιωνοσκοπίας, και οι μη πιστεύοντες εις Θεόν πιστεύουσιν εις φαντάσματα. Ο Αντίπας εχάρη να ίδη τον Ιησούν.

Ο Κ. Μελέτης περιβεβλημένος μακρόν ποδήρες φόρεμα, με σκούφον νυκτικόν επί κεφαλής, διήρχετο την αίθουσαν επιστρέφων προς το δωμάτιόν του, εις δε το άκρον της αιθούσης, επί των πρώτων βαθμίδων της κλίμακος, δύο μορφαί γυναικείαι κατέβαινον. Ανεγνώρισα όπισθεν την Κυρίαν Σοφίαν. Η άλλη ήτο νέας γυναικός μορφή. Και αι δύο κατάμαυρα ενδεδυμέναι. Δεν ήσαν βεβαίως φαντάσματα ούτε εξωτικά.

Διότι και αυτάς τας μικράς εσωτερικάς κινήσεις αισθανόμεθα περισσότερον, όταν κοιμώμεθα παρά όταν είμεθα έξυπνοι. 7. Αι κινήσεις δε αύται παράγουσι τα φαντάσματα, με τα οποία προβλέπουσί τινες τα μέλλοντα εις ομοίας με αυτά περιπτώσεις.

Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα.

Τότε λοιπόν, αφού είναι έτσι, δεν είναι καλόν με την ησυχίαν μας, αφού έχομεν πολύν καιρόν εις την διάθεσίν μας, να τα εξετάσωμεν και πάλιν από την αρχήν, χωρίς να θυμόνωμεν, αλλά πραγματικώς ερευνώντες τον εαυτόν μας, δηλαδή τι είναι άραγε αυτά τα φαντάσματα που έχομεν εις την ψυχήν μας; Και πρώτον, καθώς νομίζω θα δεχθώμεν, όταν τα εξετάζωμεν, ότι ποτέ κανέν πράγμα δεν γίνεται μεγαλείτερον ούτε μικρότερον ούτε κατά τον όγκον ούτε κατά τον αριθμόν, εν όσω μένει ίσον προς τον ίδιον εαυτόν του.

Θα ήτο κρίμα, εφαντάζετο, να μην απολαύση αυτό το θέαμα, τα πρωτοφανές δι' αυτόν, αν και δεν ήξευρε καλά πώς να το παραστήση· την νύκτα την μυστηριώδη και σιγηλήν, τον άπειρον ουρανόν, την αχανή θάλασσαν, υψηλά, άνωθεν του ερήμου μαγικού βράχου. Και ήτον, επί τέλους, πιθανόν να ίδη και κανέν φάντασμα . . . Ερρίγησεν . . . Ας έλειπαν τα φαντάσματα!

Ως έτυχε και άλλοτε να είπωμεν, εκάστη των μεταφορών αυτού είναι καθ' εαυτήν εναργής και ζωηροτάτη, το πλήθος των όμως τοσούτον, ώστε συμπλέκονται προς αλλήλας ως κλάδοι παρθένου δάσους και επέρχεται τότε ρωμαντικόν τι σκιόφως, εν ώ βλέπομεν κινούμενα παντοία έτι ρωμαντικώτερα πλάσματα: βουνά ανταλλάσσοντα φιλήματα και γεννώντα ήρωας συλληφθέντας εκ του ασπασμού τούτου· πτερωτά δακτύλια αναβαίνοντα εις ουρανόν, ράσα καλογήρων αρμενίζοντα εις τον αιθέρα, αγορεύοντας βράχους, ανθρωπόμορφα δένδρα, κύματα σκορπίζοντα μαύρον αφρόν, βρυκόλακας, δράκοντας, κατακλείδια, ανεραΐδας και παντοία άλλα φαντάσματα.

Και σπεύδει προς τον οικίσκον της νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα προς το κατάφωτον μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος: — Πω! πω! φαντάσματα και κακό! Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά ο γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται, κραυγάζων μακρόθεν: — Κυρά καπετάνισσα!