United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ενίοτε μαζί σου απιστώ και αμφιβάλλω, μα πιστεύω πότε πότε πως υπάρχεις δίχως άλλο· κι' αν υπάρχης, ω ψυχή μου, πού θα πας σαν τα κορδώσω και το πνεύμα μου 'στάς χείρας του Κυρίου παραδώσω; Είσαι άυλος, ψυχή μου, και την ύλην συντηρείς κι' ως τοιαύτη 'στά κεφάλια των ανθρώπων δεν χωρείς, ή εξ ύλης συγκειμένη πάσαν ύλην κυβερνάς και τους πόθους παροξύνεις και τας σκέψεις μας γεννάς;

Χριστέ μου, που από το σταυρό σου να ξεμαλλιάζεται σαν είδες την παρθένα μπρος σου, διάταξες τον Ιωάννη σπίτι του για μάννα να την πάρη, στον ταπεινό σου δεν θ' αρνηθής και συ την ίδια χάρι. Και τώρα που τραβά για το μαρτύριο μπορεί τη Μάννα του με ησυχία να εμπιστευθή στον Κύριο! ΜΑΝΝΑ. Ευτυχισμένες γέννας πόνους όσες δεν εννοιώσανε.

Έλα μαζύ μου! πράματα θέλω να ειπώ σε σένα, μόνο σε σένα, μυστικά να σου τα ειπώ στ' αυτί σου, και στης σιγής τη σκοτεινιά να μείνουν σκεπασμένα. Έχε το νου σου, μάννα μου, μήπως και συ το πάθης σαν της παρθένες που έσφαλαν και κρυφοπαντρευθήκαν• μη ρίξης στο θεό και συ του σφάλματος το βάρος, για ν' αποφύγης τη ντροπή της γέννας της δικής μου, και ειπής πως μ' έχεις με θεό, χωρίς θεός να είνε.

Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν, και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασίων, ων αι δύο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ων αι δύο διδύμων, και πέντε θανάτους, η παππαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.

Τον αναγνώρισε αμέσως: ήταν ο Βαρόνος, ένας από τους τόσους αρχαίους Βαρόνους που τα φαντάσματά τους ζούσαν ακόμη ανάμεσα στα χαλάσματα του Κάστρου, μέσα στα υπόγεια που ήταν σκαμμένα κάτω από τον λόφο και κατέληγαν στη θάλασσα. «Κορίτσι μου», της είπε με ξενική προφορά, «τρέξε στην Κυρία της γέννας και παρακάλεσέ την ν’ ανέβει απόψε το βράδυ στο Κάστρο, επειδή η γυναίκα μου, η Βαρόνη, κοιλοπονά.

Εκείνη πέταξε το δεμάτι, μάζεψε τα χρήματα τρομαγμένη σαν το πουλάκι που τσιμπάει τα ψίχουλα και το ’σκασε πηδώντας ευκίνητη. Αλλά η Κυρία της γέννας, αν και είδε τα ζεστά, υγρά νομίσματα μέσα στη χούφτα του κοριτσιού που έκαιγε, την έφτυσε στο πρόσωπο για να της φύγει ο φόβος και της είπε γελώντας: «Πήγαινε, γιατί έχεις πυρετό και παραισθήσεις. Τα νομίσματα θα πρέπει να τα βρήκες.

Έχουν τα λόγια σου της Μοίρας τη δύναμη, κι ό,τι να πω κι ό,τι να φωνάξω, το βλέπω πως θα γίνη το θέλημά σου, παιδί μου. Γραφτό της είνε της μάννας να φέρνη στον κόσμο χαρές, και να καταπίνη φαρμάκια. Γεννάς, αναθρέφεις και χάνεις! Βλέπω και δε βλέπω το σύννεφο που μαυρίζει ομπροστά μου. Η ψυχή μας δεν τις χωρεί τις μεγάλες τις συφορές.

Ποια κακή τρέλλα σ’ έπιασε και ποιος από τους αθανάτους σε τέτοια δεινά σ’ έσπρωξε, που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα; Αλλοίμονό σου, δύστυχε, να σ’ αντικρύσω δεν μπορώ, αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω, πολλά απ’ το στόμα σου να μάθω τέτοια είν’ η φρίκη που γεννάς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος! Σε ποια μεριά της γης με παν, σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου! Αλλοίμονο!

Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μάλαμα έσπευσε να είπη·Αλήθεια, παπά μ', δεν είναι καλό πράμα αυτοδά, θα πω, ν' αφήσουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του... Για ταύτο θα μας χαλάσ' κι ου Θεός!

Είταν ανοιχτή στο πρώτο βιβλίο του Μωυσή κι όταν τη ρώτησα τι διάβαζε, μου έδειξε μόνο τις δυο σειρές, που μου φαίνεται πως τις βλέπω ακόμα στην κάτω άκρη της σελίδας. Και διάβασα τα λόγια: «Κατηραμένη η γη ένεκα σού. Με πόνους να γεννάς τα τέκνα σου». — Δεν είναι φριχτό; μου είπε. Δε θυμούμαι να γέννησα με πόνους. Δεν το σκέφτηκα ποτέ.