United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έφτασα στην πόρτα κ' έστριψα το κεφάλι, είδα τη γυναίκα μου να φέρνη το Σβάντε στο κρεββάτι του Σβεν. Κάθησε στο ένα πλευρό κ' έβαλε το Σβάντε να καθήση στα άλλο. Έπειτα έσκυψε στο Σβεν. Όλην την ώρα όμως κρατούσε το χέρι του Σβάντε κ' είδα πως χάδευε και τα δυο παιδιά, χωρίς διάκριση. Όταν τέλος βγήκε όξω ο Σβάντε, πήγα μέσα και κάθησα στη θέση του, αντίκρυ στη γυναίκα μου.

Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα.

Και απ' ώρα σε ώρα επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.

Έπειτα άρχισε να φέρνη βόλτες τριγύρω του, να θέλη μια να πλησιάση και πάλι να πισοδρομή αναποφάσιστο. Ο δικός μας σκυφτός στα νύχια με το σταλίκι στον άμμο ακολουθούσε τα κλωθογυρίσματά του, εγύριζε σαν ξόανο στη θέσι του, απάνω στο μελάτι κ' εκύταζε τον εχθρό του κατάματα. Από απάνω του ετσιμπούσαν το σχοινί κάθε λίγο. — Έλα! τι κάνεις τόσην ώρα; καιρός να βγης· έτοιμος!

ΚΡΕΟΥΣΑ Η μια να φέρνη θάνατο, κ' η άλλη να γιατρεύη. Πώς της σταγόνες έβαλεν εις του παιδιού το σώμα; ΚΡΕΟΥΣΑ Χρυσόδετες της έδωκε• κι' αυτός εις τον πατέρα μου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κ' εκείνος όταν πέθανε της άφησεεσένα; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το διπλό δώρο της θεάς ποιά δύναμι έχει τώρα; ΚΡΕΟΥΣΑ Η μια σταγόνα, που 'πεσε απ' τη βαθειά τη φλέβα.. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ε, τι την κάνουνε αυτήν; ποιά δύναμι έχει τάχα;

Και, όλον τον καιρόν ύστερον εξηκολούθησε να κάμνη μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών, και να φέρνη εις αυτούς πολλά «κεσσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικοεωσότου, έδωκεν ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ εχάρισε, καθώς λέγουν, τα «Διαβολονήσια» εις την Ελλάδα, κ' έκτοτε έπαυσαν να είναι ασύδοτα.

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Ο Σατανάς τους έχει δεμένους χειροπόδαρα. «Σκεύη του Σατανά». Ασωτείες, παραλυσίες, μοιχείες, όλα τα κάνουν. Ύστερα έρχονται κι' ανάβουν ένα κερί στην εκκλησιά. Καλύτερα να μην τάναβαν κι' αυτό. Κι' αυτός ακόμαμήπως ήθελε να κρυφθή; — ήτανε άξιος να φέρνη το σχήμα;...

Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνητα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεταιτην πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.

Ύστερα, επειδή μέφτηκε τον επίτροπο, πως έκλεψε τάχα απ' το παγγάρι, έπαψε ν' αγοράζη απ' την Εκκλησιά, κ' έπαιρνε απ' τον μπακάλη. Έπειτα ο παπάς, οπού δε τάχε ακόμα καλά μαζί της, της είπε να μη φέρνη νοθεμμένα κεριά, μόνε να ψωνίζη απ' το παγγάρι. Τότε κι' αυτή έπαψε να κολλά κεριά. Ωστόσο, επήγαινε ακόμα στην Εκκλησία.