Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Το βάσανό μου αυτό εβάσταξε, λέγει, ως το ηλιοβασίλεμα, και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας ετραγουδούσαν και μου έλεγαν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!.... Μέσα στο καταφώνιασμα εκείνο ακούω μια φωνή να μου φέρνη το αέρι: — Ε από το μπάρκο!...ε!...

Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,

Κύριε, που ρίχνεις το σκοτάδι στα στάχια και στα κύματα, στους λογισμούς και στα δάσηευδόκησε να πέση η νύχτα και να μου σκεπάση τη μνήμη! Κύριε, που έγνεψες στον αδερφό μου να ρθή στο πλευρό σου, σκόρπισε την ενθύμησί του καθώς σκορπίζεις το άσπρο σύννεφο στο γαλανό διάστημακαι μην επιτρέψης στην προδοσία της φαντασίας να τον φέρνη μπροστά μου για να τον χάνω πολλές φορές!

Έχουν τα λόγια σου της Μοίρας τη δύναμη, κι ό,τι να πω κι ό,τι να φωνάξω, το βλέπω πως θα γίνη το θέλημά σου, παιδί μου. Γραφτό της είνε της μάννας να φέρνη στον κόσμο χαρές, και να καταπίνη φαρμάκια. Γεννάς, αναθρέφεις και χάνεις! Βλέπω και δε βλέπω το σύννεφο που μαυρίζει ομπροστά μου. Η ψυχή μας δεν τις χωρεί τις μεγάλες τις συφορές.

Κρύωσε η ψυχή της Λιόλιας εκεί που πατούσε στις πλάκες τις ηχερές, σαν είδε την εκκλησιά έτσι γυμνή, σαβανωμένη μες το σεντόνι του ασβέστη. Γύρισε κ' η Κερά Ελέγκω, πούχε το λόγο πάντα στα χείλη, κ' είπε του εκκλησιάρη: Δε μου λες πατέρα; χάθηκε κανένας χριστιανός να βάλη να ζουγραφίσουνε λιγάκι τους τοίχους, να φτειάξη καμμιάν εικόνα, νάχη ο κόσμος νανασπάζεται, να φέρνη κι από κανένα τάξιμο ;

Έβλεπε κατόπιμέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνάέβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!

Στον αρμεγώνα ο πιστικός να φέρνη το κοπάδι, Να στρέφουν από τες βοσκές στην κούρνια τα πουλάκια, Να κλειούν τα φύλλα του βουνού τον κάμπου τα λουλούδια Και να ησυχάζουν πέλαγα, στεριές, ακέρια η Πλάση Κάτου στον ίσκιο που ο Θεός απλώνει απανουθέ της. Άγιο των μαγισσών αστρί και της αγάπης άστρι, Οπού βαθύ χαιρετισμό σα προσευκήν ο κόσμος Το πλιο ακριβό και μυστικό τραγούδι του σου πέμπει.

Και λέγεις ότι θάνατος δεν είν' η εξορία; Δος μου φαρμάκι δυνατόν, ή κοπτερόν μαχαίρι, ό,τι κι’ αν ήναι που ευθύς τον θάνατον να φέρνη, κι όχι τον θάνατον αυτόν, που λέγεις εξορίαν! Ω! εξορίαν! Κάτω 'κεί, καλόγηρε, 'ς τον άδην οι κολασμένοι, 'ς την φωτιάν, αυτήν την λέξιν λέγουν κι ακούονται ουρλιάσματα εκεί που την προφέρουν!

Κ' έβαλε διάτορον γέλωτα, εκδικούμενος δήθεν τ' όνομα, το οποίον είχον δώσει ειρωνικώς οι λησταί εις τα όπλα του Σασεπώ, διά τον τραχύν και διακοπτόμενον αυτών κρότον. — Ρε, τι τα θελω 'γώ αυτούνα; είπεν ο Χειμάρρας, αποτόμως συνελθών εκ του γέλωτος του ενωμοτάρχου· μπορεί να το φέρνη έτσι για το βόλι απάνου σου;

Θάρθω κ' εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου. — Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου. — Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνη δυσκολίες. — Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσεροι και μου δώσατε, τι μου δώσατε; τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν