Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Και έδωκεν εις τον σύζυγόν της το εν τη παλάμη φυλασσόμενον αντίδωρον. — Αμ' εγώ ξέχασα κ' ήπια τσιμπούκι, Κρατήρα! Παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος μετά θλίψεως, ήτις εφαίνετο ζωηρά εις το πρόσωπόν του. — Τι να γείνη! επανέλαβεν. Ας είμεθα καλά του χρόνου! — Φέρε το 'δώ, διέκοψεν αποτόμως ο Κομποδήμος χασμώμενος, εγώ είμαι νηστικός!
Την δε εσπέραν εις το παντοπωλείον του κυρ-Βαρσαμού, εξάγων με αναστεναγμούς από του κόλπου του, επεδείκνυεν ελαίας τινάς εν τη παλάμη του, σκωληκοφαγωμένας, βουλωμένας, ξηράς. Οι αντίπαλοι του άπειροι, αδαείς, δειλοί, απεσύροντο.
Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160 κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης, με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος, και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη.
Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, που να τα κλείση ένας στην παλάμη του, έχυναν τη χαρμόσυνη, μελωδική φωνούλα τους, τρέχοντας εναέρια από δέντρο σε δέντρο και από θάμνο, σε πέτρα, με το κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· αρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στον απότοιχο χωραφιού, αναμασσούσαν την τροφή τους αμέριμνα.
Ο Λαδορρούφης αποκεί που λαβομένος στέκει, Δεν ησυχάζει ζωντανός να μένη αργός παρέκει· 450 Στη δυνατή παλάμη του ζυγιάζει το κοντάρι· Το ρίχνει θανατόνοντας στον τόπο το Νοτιάρη. Σαν το δοκήθη ο Λαχανάς λιγόστεψε η ψυχή του, Και μες τη λίμνη απήδησε να γλύση τη ζωή του.
Ο Έφις άκουγε με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο γόνατο και το πρόσωπο στην παλάμη, όπως τα μικρά παιδιά όταν ακούνε παραμύθια. «Μια μέρα όμως το αποφάσισα και πήγα…» Σιωπή. Το πρόσωπο των δυο αντρών το σκέπασε η σκιά και χαμήλωσαν και οι δυο τα μάτια.
Στα πρόχειρα τραπέζια πάνω ήβλεπες μαχαιροπήρουνα γερά και σπασμένα, μικρά και μεγάλα, και φλιτζάνια καθένα με το χρώμα του και πιάτα βαθειά και απλωτά, καλά και πρόστυχα και μερικά μισοσπασμένα, όλ' ανάκατα βαλμένα εδώ κ' εκεί με αμέλεια, χωρίς καμμιά τάξι, γιατί εκείνο που δουλεύει στους χωριανούς, είνε η παλάμη και τα δάχτυλα.
Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.
Ζερβόδεξα κοντά στο κεφάλι της, κάθονταν σταυροπόδι ο Δημητράκης κ' η Ελπίδα. Κάθονταν ακκουμπώντας στην παλάμη το πρόσωπο και κυττάζοντάς την προσεχτικά, σα να πρόσμεναν τα λόγια της. Επίσης ζερβόδεξα στα πόδια της κάθονταν ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γριά του σκυφτοί κι αμίλητοι, σα να κρατούσαν τη σκεπή απάνου τους.
Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν