Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι, ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε κατόπιν, ότι ετρόμαξετην φοβερήν οργή μου. και τους άλλους συντρόφους μουτο δώμα της η Κίρκη έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι, και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις• 450 και όλους καλά τους ηύραμετα μέγαρα 'που ετρώγαν και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον, έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 455 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τους θρήνους πλέον παύσετε• κ' εγώ καλά γνωρίζω και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει, και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει, ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, 460 όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη, ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα, την πετρωτήν Ιθάκη σας• τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι, της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας, απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». 465

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώτα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταντον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφούτον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασετα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμετόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;

Ο Λαδορρούφης αποκεί που λαβομένος στέκει, Δεν ησυχάζει ζωντανός να μένη αργός παρέκει· 450 Στη δυνατή παλάμη του ζυγιάζει το κοντάρι· Το ρίχνει θανατόνοντας στον τόπο το Νοτιάρη. Σαν το δοκήθη ο Λαχανάς λιγόστεψε η ψυχή του, Και μες τη λίμνη απήδησε να γλύση τη ζωή του.

Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν, κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκάταις μάνδραις, ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440 από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος 'που 'σαν δεμένοιταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων. κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι, αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445 εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε• «καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα, αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτοςτα ποτάμια, 450 και πρώτος ήσουν πρόθυμοςτην μάνδρα να γυρίσης, το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε, ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455 και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες, να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου, θα 'βλεπες τότε σκορπιστάτο σπήλαιο τα μυαλά τουτην γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460

Τέτιος τόπος δεν αχρήζει, Την υγιά σου σαν εγγίζει. 450 Λόγος, κι' έργο· την παλιά τους Απαριάζουν κατοικά τους, Δίχως να χασομερήσουν Μια στιμή, ν' αναχωρήσουν. Ο μικρός ο ταξιδιότης, 455 Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, 460 Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει·

Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε• «Ποια μοίρα 445 τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου; μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι, μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο, καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης. με την αράδαόλους πας• και αφρόντισ' όλοι δίδουν• 450 ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του».

Κ' εκείνητα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Τότε είπε, εγώ απ' τη συφορά δεν πάω ναν τους γλυτώσω, 450 μα ας πάει, αν θέλει, ο Πάτροκλος κι' ας βάλει τ' άρματά μου, και μ' ένα πλήθος λόχους του τον προβοδάει στην μάχη. Κι' αφτός πολέμαε ολημερύς κοντά στο Ζερβοπόρτι, και θάπαιρνε την ίδια αβγή το κάστρο, μόνε ο Φοίβος εκεί που θρήνος έκανε στων μπροστινών τη μέση 455 τον σφάζει, και τον Έχτορα δοξάζει με τη νίκη.

Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες είτανε ασπίδες, κι' άναψε μια ταραχή μεγάλη. Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν 450 και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμα κολυμπούσε.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν