United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της.

Ο λαός του είπε, μία ξένη, η οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν που επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις το χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν διά να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην του.

Ξυστάξυστά πάει σε μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στον θρόνο του. Έλαμπεν ο ήλιος, έλαμπε και ο θρόνος στο χρυσάφι και τις διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά του Παντοκράτορα εκαθόταν ο Χριστός και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι σε θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω απλωμένοι στην παχειά χλωρασιά εκάθονταν κοπάδια κοπάδια οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες.

Αυτός ο βασιλέας εκάθονταν επάνω εις το θρονί του, και ωσάν είδε τον Αμπτούλ εσηκώθη με βίαν και επήγε και τον εδέχθη· τον οποίον εκράτησε πολλήν ώραν είς τες αγκάλες του χωρίς να ημπορέση να προφέρη λόγον, τόσον μεγάλη εστάθη η χαρά του· και αφού έλαβε την αναπνοήν του, είπε του Αμπτούλ.

τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα. 'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια. Αμίλητη κυττάζει Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη. Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη .... Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη, Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.

Με όλον που ακόμη ο Καλίφης δεν το επίστευε, δεν άφησε να βεβαιωθή· έστειλεν ευθύς το σκλαβόπουλο με ένα δούλον διά να του τον φέρουν έμπροσθέν του, οι οποίοι πηγαινάμενοι τον ηύραν ακόμη, που εκάθονταν εις τον ίδιον τόπον. Το σκλαβόπουλο ωσάν εβεβαιώθη καλά πως ήτον αυτός, έπεσεν εις τα ποδάρια του Αμπτούλ και του τα εφιλούσεν.

Ο δε βασιλεύς ευρισκόμενος εις το κυνήγι, οπόταν έλαβε την χαροποιάν είδησιν εγύρισεν ευθύς εις το παλάτι του διά να ιδή το βρέφος και βλέποντάς το εις τα χέρια της μητρός του, η οποία εκάθονταν σιμά εις μίαν μεγάλην φωτιάν, το επήρεν εις τες αγκάλες του, και αφού το εφίλησε πολλές φορές το εξανάδωσε της μητρός του.

Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου.

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώτα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταντον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφούτον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασετα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμετόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;

Και οι αράπηδες θεριακομένοι, πάντα πικροί και αδάμαστοι εκάθονταν εκεί πνεύματα του απείρου, ανθρώπων όλεθροι. Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο δεν τα κυτάζει αυτά. Της νέας ζωής του έθνους του σαρκωμένος πόθος αυτό, τρέχει γοργά εμπρός του ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο.