United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γι' αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ' απόγεμα είναι πληχτικά κ' η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο.

Ο πάλαι Πυγμαλίων, γνωστός 'στήν οικουμένην, ηγάπησε γυναίκα εις πέτραν σκαλισμένην, και τόσον ερωτεύθη, οπού την παρεκάλει να ζωντανέψη μ' όλα τα πέτρινά της κάλλη, ως που ζωή γεμάτη κι' η πέτρα εσηκώθη κι' εκείνος εζουρλάθη και την εστεφανώθη.

Κάθε μέρα γινόταν πιο αδύνατη, πιο μυτερή στο πρόσωπο. Κάθε φορά που ήθελ' ανεβή τα λίγα πέτρινα σκαλοπάτια απ' την κουζίνα, που ήτονε στο υπόγειο, ως τη χωματένια την αυλή, σταματούσε κι ακκουμπούσε και τα δυο της τα χέρια στα γόνατα, για να πάρη ανάσα· η μύτη της κέρωνε και τα ρουθούνιά της ανοιγοκλείνανε σαν τις φτερούγες μιας άσπρης πεταλούδας.

Δύο πέτρινα είδωλα όμοια με τους θησαυρούς των Ατρειδών όρθια απέναντι της θύρας, ωμοίαζον προς την Κυβέλην παρά το πλευρόν των λεόντων της. Και εκ του ύψους του κιγκλιδώματος όπου εκάθητο ο Αντίπας, κρατών το σκήπτρον του εις την χείρα εφώναξε: — Ζήτω ο Καίσαρ! Η ανευφημία αύτη επανελήφθη από τον Βιτέλλιον, τον Αντίπαν και τους ιερείς.

Πώς; στου απάτητου αυτού πύργου τα στήθη, πατούσε ποδάρι ανθρώπου; Πάντα ίσο το μονοπάτι, πάντα ξάστερο, έφερνε σ' ένα ξόγκωμα του βουνού, κρεμασμένο, μετέωρο, που φαίνουνταν σα να μην είταν ούτε στη γις, ούτε στον ουρανό. Έτριψα τα μάτια μου, και μέτρησα εκεί απάνω καμμιά δεκαριά σπιτάκια πέτρινα, τετράγωνα, κατάκλειστα που τάλουζε κ' αυτά αδιάκοπα η βροχή.

ΑΝΑΧ. Αυτό είνε το καλλίτερον, Σόλων, και ούτω η συζήτησίς μας θα προχωρήση μεθοδικώτερα και ίσως ταχύτερα θα πεισθώ να μη γελώ αν ίδω κανένα από τους αγωνιστάς σας να υπερηφανεύεται διότι εστεφανώθη με αγριελιάν ή με σέλινον. Αλλ' αν θέλης, ας πάμε εις εκείνο το σκιασμένον μέρος και ας καθήσωμεν εις τα πέτρινα καθίσματα, διά να μη μας ενοχλούν η φωνές εκείνων που παρακολουθούν την πάλην.

Και βλέπω από τούδε τον ελληνικόν στρατόν να περικυκλώνη τα πέτρινα τείχη της Περγάμου, της οχυράς των Φρυγών ακροπόλεως, διά σιδήρου φονικού, να κόπτη και να σωρεύη κεφαλάς και, κυριεύων την πόλιν, να συλλαμβάνη θρηνούσας την γυναίκα και τας κόρας του Πριάμου. Κλαίουσα τότε η κόρη του Διός Ελένη θ' αποσπασθή μακράν του συζύγου της.

Όταν είμουνα στη Ζαγορά της Θεσσαλίας, παραπονιούμουν κάθε τόσο για τα καλντερίμια . Ο Δροσίνης κάμποσες φορές άκουσε τα παράπονά μου και θα τα θυμάται. Τάκουσαν όμως και τα καλντερίμιατάκουσαν και τα θυμούνται. Αχ! εκείνοι οι δρόμοι που ανεβοκατεβαίνουνε σαν τα κύματα, μα σαν κάτι κύματα πέτρινα και κοφτερά! Τα καλντερίμια με κυνηγούν. Τώρα που βγήκα πάλε στο ταξίδι, και κείνα κατόπι μαζί μου.

Εστηρίζετο εις το πλαίσιον ενός από τα μεγάλα πέτρινα παράθυρα και έβλεπε κάτω μέσα εις το βαθύ κυανοπράσινον ύδωρ και πέραν εκεί προς την μικράν νήσον με τας τρεις ακακίας· εκεί αυτός επιθυμούσε να είναι, ελεύθερος από όλην αυτήν την φλυαρούσαν συντροφιάν· αλλά η Μπαμπέττα εσυμφωνούσε με αυτήν και ήτο εκτάκτως φαιδρά.

Οι ξύλινες οι φράχτες γύρω, πλεγμένες από λυγαριές μες τα κηπάρια, έδειχναν τόρα, κάτω από το χιόνι το πυκνό που τις εσκέπαζεν ολόπηχτο, πανώριες μάντρες μαρμαρόχυτες, φανταχτερές, χτισμένες μαγικά από το πιο άδολο κι ασπρήτερο μάρμαρο, που μες τα πέτρινα τ' αβάθητα τα σπλάχνα της βουτώντας, ανέβασε στη γη ο άνθρωπος, να βαρυθεμελιώση παλάτια ονειρεμένα, μυριοπέτυχα.