United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κόβει το κεφάλι ο Τούρκος, το περιτυλίγει με ξεπαραλυμένο σακκί, κι από σκοινί δεμένο τριγύρω το σφεντονίζει κάτω και κάτω, κατά τη Βρύση πούβγαιναν κάθε βράδυ να νεροκουβαλήσουν οι Χριστιανοπούλες. Το καναβάτσο ξεμπερδεύτηκε και πέταξε στο μισό το δρόμο, το κεφάλι όμως κατρακυλώντας κι αντιχτυπώντας από βράχο σε βράχο έφτασε στον τόπο που ήθελ' ο Τούρκος.

ΣΤΕΦΑΝ. Πιε, δούλοτέρας, όταν σου το προστάζω εγώ· τα μάτια σου είναι χωσμένα μέσα στο κεφάλι σου. ΤΡΙΝΚ. Και πού αλλού θα τάχη χωσμένα; ήθελ' είναι ένα άξιο τέρας, μα την αλήθεια, ανίσως τάχε στην ουρά του. ΣΤΕΦΑΝ. Ο τερατάνθρωπός μου έπνιξε τη γλώσσα του μέσα στο κρασί· όσο για με, το πέλαο δεν με πνίγει· εκολύμπησα, πριχού πιάσω στερηά, εδώ κ' εκεί, εξήντα πέντε μίλια, μα τούτο το φως.

ΑΝΤΩΝ. Ένα διάστημα, που κάθε του οργιά, σου φαίνεται, φωνάζει. «πώς θα μας ξαναμετρήση τούτ' η Κλάριβελ για να γυρίση στη Νεάπολη;» — Μείνε στο Τούνεζι, και ας μην κοιμάται ο Σεβαστιανός! Υπόθεσε ότι είναι θάνατος αυτό, που τους άδραξε τώρα· αυτοί δεν ήθελ' ευρίσκονται χειρότερα απ' ό,τι είναι.

Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει. και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, τότε καθείςτα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230 κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις•αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα, ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι, και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235 αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπετον Οδυσσέα• «Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει; δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα

Εκτελεστήν καλλίτερο δεν ήθελ' η αισχρότης. ΓΛΟΣΤ. Απέθανε; ΕΔΓΑΡ Κάθου εκεί, πατέρα. Αναπαύσου. — Ας εύρωμεν το γράμμα τουίσως μας χρησιμεύση. — Αποθαμμένος είν' αυτός. Το μόνον που λυπούμαι ότι μου έλαχεν εγώ να γίνω δήμιός του. Ιδού το γράμμα. Να ιδώ. — Συμπάθησέ με, βούλλα, συ δε, ω Χρηστοήθεια, μη με καταδικάσης. Και του εχθρού του την καρδιάν σχίζει κανείς, να μάθη το μυστικόν του.

ΜΑΚΒΕΘ Πού είσαι; Έλα, Σεύτων! — Σιχαίνομαι να βλέπω ... Αι, Σεύτων! — Αυτ' η σπρωξιά ή θα με στερεώση, ή θα με ρίξη κατά γης. — Επέρασ' η νεότης· εγύρισετο μάραμα ο δρόμος της ζωής μου· το φύλλον εκιτρίνισε· κι' απ' όλα όσα πρέπει να έχουν τα γηράματα, — τιμήν, αγάπην, σέβας, σωρόν τους φίλους, — τίποτε δεν έχω να προσμένω·κατάραις μόνον σιγαναίς, αλλά θερμαίς θα έχω, κι' αγάπην μόνον ψεύτικην από τα χείλη, — λόγια, που η καρδιά να τ' αρνηθή θα ήθελ' η καϋμένη πλην δεν τολμά. — Αι, Σεύτων!

ΑΜΛΕΤΟΣ Να παρευρισκόμουν ήθελ' αυτού. ΟΡΑΤΙΟΣ Μεγάλην θα αισθανόσουν φρίκην. ΑΜΛΕΤΟΣ Πιθανώς, πιθανώς. Πολύν καιρόν εστάθη; ΟΡΑΤΙΟΣ Ως να μετρήσης εκατόν και όχι με βίαν. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Πλειότερο, πλειότερο. ΟΡΑΤΙΟΣ Αλλ' όχι οπότε το είδα εγώ. ΑΜΛΕΤΟΣ Τα γένεια στακτερά δεν είχε; ΟΡΑΤΙΟΣ Τα είχε, ως όταν ζωντανόν τον είδα, μαύρα σπαρμέν' ασήμι.

ΟΣΒ. Ας ήτο να τον εύρισκα, και ήθελ' αποδείξει με τίνος μέρος είμ' εγώ! ΡΕΓ. Καλά. Καλή σου ώρα Εξοχή παρά το Δούβρον. ΓΛΟΣΤ. Κοντεύομεν να φθάσωμεντην κορυφήν του βράχου; ΕΔΓΑΡ. Την ράχην αναβαίνομεν. Την κούρασιν δεν νοιόθεις; ΓΛΟΣΤ. Μου φαίνεται ολόισα. ΕΔΓΑΡ Ανήφορος μεγάλος! Να, του πελάγους η βοή. Ακούεις; ΓΛΟΣΤ. Δεν ακούω.

Θέλω να πω, Αντωνέλλο, πως για την αδερφή σου είνε γαμπρός και . . . καλός, μου φαίνετ' εμένα, είπεν ο καπετάν Γιάννης τονίζων μίαν μίαν τας λέξεις. Να καλοϋπανδρεύση την αδελφήν του ο Αντωνέλλος δεν ήθελ' ευτυχίαν μεγαλειτέραν ήτο το προσφιλέστερόν του όνειρον τούτο δε επί πλέον, θα έλυε και τα ιδικά του δεσμά . . .

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70 ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθητην πατρίδα. αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75 ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».