United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αφτό το λόγο σου να πω του βροντορήχτη Δία μόνη θα πάω στον Έλυμπο το χιονοσκεπασμένο, 420 μήπως πειστεί. Μον κάθου εσύ εδώ στα πλοία τώρα, και βάστα πάντα το θυμό και μην αγγίζεις μάχη.

Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν αυτούτην μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 να τον κτυπήση ώστε νεκρόςτον τόπο αυτού να πέση, ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαντον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, καιτης αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, ραβδίτο χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• «Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».

Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40 κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι• ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας• εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε, κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι, κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45

'Πάγω λοιπόντον Όλυμπον τον καταχιονισμένον Εγώ, να 'πώ τον λόγον σου εις τον αστράφτην Δία, Αν πείθεται· και κάθου τώρ' εις τα γοργά καράβια· Και κάκιωνε τους Αχαιούς, και παύσ' απ' τους πολέμους.

Εκεί να! ακούει, κιας έπινε, ο Νέστορας τα ζήτω, και στ' Ασκληπιού λαλεί το γιο διο φτερωμένα λόγια «Σκέψου, τι λες να κάνουμε, Μαχά θεοσπαρμένε. Σαν πιο μεγάλο σάλαγο τώρα αγρικάω απ' τη μάχη. Μον κάθου εδώ του λόγου σου κι' ήσυχος πίνε μόνος, 5 ως να ζεστάνει ένα λουτρό η λυγερή Εκαμήδη θερμό, και της πικρής πληγής το αίμας να ξεπλύνει· τι τρέχει, εγώ στο ξέφαντο θα πεταχτώ να μάθω

Και κάθου, και σιώπαινε·τον λόγον μ' υποτάξου· Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοιτον Όλυμπό 'ναι, Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν, Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα. Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της.

Σωκράτης Εις τα ελεγεία, όπου λέγει: πίνε και τρώγε και μαζί κάθου κι' απόλαυέ τους εκείνους πώχουν δύναμι· καλό θα μάθης με καλούς· αλλ' αν κακούς ζυγόνεις, κι' ο νους που έχεις θα χαθή. Εννοείς αν μεταξύ αυτών λέγη αν ειμπορή να διδαχθή η αρετή; Μένων Έτσι μου φαίνεται. Μένων Είναι προφανές. Μένων Μα τον Δία, όχι βεβαίως.

Χωρίζει για χρόνια και σμίγει στη στιγμή. Δεν έχεις πάντα στο χέρι τον καιρό και όταν τον εύρης τρέχεις μαζί του θέλοντας και μη. Το άτομό σου στην άκρη· δεν έχει θέλησι. Ως που να τον εύρης πάλι ναρκωμένον και τότε κάθου και κομπόδενε. Έκαμα κ' εγώ κάμποσες βίζιτες. Είχα τα δικά μου, τις λειψοδοσίες μου.

Με την πέννα και το καλαμάρι στην τζέπη, τράβα, εσύ από το ένα στάλλο χωριό, και στο δρόμο, κάθου απάνω στο μουλάρι, να συλλογιέσαι για επιστήμη και για τέχνη! Εφτυχισμένο κοριτσάκι που δε γράφεις, πόσο σε ζουλέβω! Όσες ανοησίες κι αν ακούσης, ό τι κι αν πουν οι δασκάλοι, εσένα δε σε νοιάζει. Και γω θα γίνω τώρα σαν και σένα. Να χολοσκάνη κανείς, δεν αξίζει.

Το πρωί είναι άπειρο το φως, το πρωί γεμίζει ο ουρανός χαμογέλοια, βάζει ρούχα καινούρια και γιορτάζουν τα περιβόλια. Λέλα, κάθου, μη σηκωθής. Μείνε, μείνε ακκουμπισμένη στη συκιά που σε σκεπάζει, ολόχρουσό μου κεφαλάκι. Τα φύλλα κουνιούνται αγάλια αγάλια και σου λεν καλημέρα. Τι ωραία που είσαι! Τρέμει η καρδιά μου που θα ραγίση.