United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι τύποι και η ουσία των πραγμάτων εναλλάσσουσι τας θέσεις των εις τοσούτω αισθητόν βαθμόν, ώστε προς τήρησιν τούτων και περιφρόνησιν εκείνης, καταναλίσκεται όλη η ζωή και όλη η δύναμις του ανθρωπίνου πνεύματος. Θέλεις να γράφης; όρεξιν να έχης και γράφεις ό,τι θέλεις· ο κόσμος περιέχει άπειρα ζητήματα, ή, διά να ήμαι ακριβέστερος, ολόκληρος ο κόσμος είνε ζήτημα.

Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως μου γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα σταματήσης, απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία διώκει εναλλάξ πότε το θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα ευκραέστερα.

Θα μείνης, μου γράφεις, ακόμη ημέρας τινάς εις Φλωρεντίαν, διά ν' απολαύσης ανέτως τα παντοειδή θέλγητρα της τοσκανικής μεγαλοπόλεως. Θέλεις να θαυμάσης μέχρι κόρου την Α φ ρ ο δ ί τ η ν και τους

Τα χρήματα δε, τα οποία εισέπραττεν ο Αλέξανδρος, δεν εκράτει μόνον προς ιδίαν χρήσιν, ούτε τα απεθησαύριζε δι' εαυτόν• αλλ' έχων ήδη πολλούς συνεργάτας και υπηρέτας, κατασκόπους, χρησμοποιούς και χρησμοφύλακας, γραφείς και σφραγιστάς και εξηγητάς των χρησμών, έδιδεν εις όλους κατά την υπηρεσίαν εκάστου.

Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός.

ΛΟΓ. Μνήσθητί μου Κύριε, πίστει φωνάζει. ΑΝΑΤ. Ντε φωνάζει πγια τώρα, — αρτίκ σώπασεόντας επέτανε τρεις φοραίς είπε, μνήσθητι μου Κύριε, αρτίκ μπιτούν σώπασεεσύ γράφεις εμεν ούλο φωνάζει σάνκιμ είναι βρυκόλακα. ΛΟΓ. « Ο αναγνώσας τα δε τα γεγραμμένα, » άφεσιν ζήτει αυτού τα πεπραγμένα, » γνώσθι συ ο μη Θεόν φοβάσαι.

Για να φανή αφτό, για να το μάθη, για να το μάθω, έπρεπε νάρθη τίποτις ξαφνικά να μας φέρη την αλήθεια. Εκεί που κάθεσαι τη νύχτα και γράφεις, και περνούν οι ώρες και το ξεχνάς, και χαίρεσαι την ησυχία και θαρρείς πως θα τελείωσης προτού ξημερώση, άξαφνα, στη μοναξιά, αρχίζουν τα πουλιά να κελαϊδούν και βλέπεις το σκοτάδι που ασπρίζει.

Κι αν τύχη και δεν υπάρχει μήτε ψωμί μήτε πείνα στη μέση, τίποτις ιερό, τίποτις όσιο δεν υπάρχει, κι ορίστε γιατί μήτε γράφεις, μήτε μαζεύεις μερικούς σαν και λόγου σου, να τους χαρίσης τη μάθησή σου, στο αίμα τους να τη χύσης, με συνείδηση και με τιμή να τους αρματώσης, πολίτες αληθινούς να τους κάμης, — διαβασμένε μου πατριώτη. Άλλος εκεί παρακάτω!

Και με το βάσανο να βρης τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήση να βρης και το τι θα πης. Α θελήσης να γράψης τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος, — ένα παραμυθάκι ας πούμε, — δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τάλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε διαβάζει, αν τύχη κ' είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κ' έτσι του μένει το τέταρτο.

Με την πέννα και το καλαμάρι στην τζέπη, τράβα, εσύ από το ένα στάλλο χωριό, και στο δρόμο, κάθου απάνω στο μουλάρι, να συλλογιέσαι για επιστήμη και για τέχνη! Εφτυχισμένο κοριτσάκι που δε γράφεις, πόσο σε ζουλέβω! Όσες ανοησίες κι αν ακούσης, ό τι κι αν πουν οι δασκάλοι, εσένα δε σε νοιάζει. Και γω θα γίνω τώρα σαν και σένα. Να χολοσκάνη κανείς, δεν αξίζει.