United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! βαρετή που είναι η ημέρα! Έτσι εορτής παραμονήν βαρύνεται την νύκτα το ανυπόμονον παιδί, που όταν 'ξημερώση να πρωτοβάλη φόρεμα καινούριον περιμένει. — Α! να η παραμάνα μου! ειδήσεις του μου φέρνει. Μου φαίνονται ουράνια τα όσα κι’ αν μου λέγη η γλώσσα, οπού τ' όνομα προφέρει του Ρωμαίου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι νέα, παραμάνα μου; Τι έφερες; την σκάλαν που ο Ρωμαίος έστειλε;

Προτού λοιπόν να ξημερώση, εξύπνησεν η Μεδινά και κράζει την Χαλιμάν· αγαπητή μου αδελφή, αν δεν κοιμάσαι, σε παρακαλώ, προτού να ξημερώση, οπού ολίγον ακόμη λείπει, να μου διηγηθής μίαν από εκείνες τις εύμορφες μυθολογίες, που ηξεύρεις· αλλοίμονον, ίσως αυτή είνε η υστερινή φορά, που λαμβάνω μίαν τέτοιαν ευχαρίστησιν.

Αλλά θα μου το πληρώσης. Ας ξημερώση μόνον και θα δης τι ξύλο έχεις να φας, διότι τώρα θα πηδάς και θα μου ξεφεύγης στο σκοτάδι. ΠΕΤΕΙΝΟΣ. Γιατί θυμώνεις, αφέντη Μίκυλλε; Εγώ νομίζω ότι σου κάνω χάρι αν σου συντομεύσω όσο μπορώ την νύχτα, για να πιάσης δουλειά από την αυγήν και προφθάσης τις πολλές εργασίες που έχεις. Αν πριν βγη ο ήλιος τελειώσης ένα παπούτσι, θα βγάλης το ψωμί σου.

Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο ώραις ημέρα.... και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή και βραδύτερον τι.

Αφού διέταξε τας υποθέσεις της βασιλείας του, κατασταίνοντας ένα από τους μεγιστάνας της Συγκλήτου τον πλέον φρόνιμον και πιστόν ηγεμόνα, διά να κυβερνήση το βασίλειον έως ότου γυρίση αυτός, και αποχαιρετώντας την βασίλισσαν γυναίκα του εβγήκε προς το βράδυ από την πολιτείαν με όλην την βασιλικήν παράταξιν του παλατίου, που έμελλε να τον συνοδεύση εις το ταξείδιόν του, και έμεινεν εις την βασιλικήν σκηνήν που είχεν αφήσει τον βεζύρην, και εστάθη εις συναναστροφήν έως εις το μεσονύκτιον με τον βεζύρην και άλλους συγκλητικούς· τότε ηθέλησε να γυρίση να ξαναχαιρετήση την βασίλισσαν έξαφνα, διότι πολύ την αγαπούσεν· αλλ' αυτή στοχαζομένη, ότι ο βασιλεύς έμελλε να μείνη έξω εις τας σκηνάς εκείνην την νύκτα και ούτε ήλπιζε να γυρίση, έλαβεν εις το κρεββάτι της ένα από τους δούλους της τον πλέον εύμορφον νέον και εμβαίνοντας έξαφνα ο βασιλεύς εις τον θάλαμόν της τους ηύρε και τους δύο να κοιμούνται εις το κρεββάτι μαζί, και θυμωθείς ο βασιλεύς διά τέτοιαν ασελγή παρανομίαν εφόνευσεν ιδιοχείρως του και τους δύο μοιχούς και τους έρριψεν έξω από το παραθύρι, και χωρίς αργοπορίαν εγύρισεν οπίσω εις την σκηνήν του, και διώρισε να ετοιμασθούν να αναχωρήσουν· και προτού να ξημερώση εκίνησε με όλην του την παράταξιν συντροφιασμένος με τον βεζύρην, με πολυποίκιλα λαλούμενα μουσικών οργάνων, που εχαροποιούσαν όλην την συντροφιάν, εκτός από τον βασιλέα, τον οποίον τον είχε κυριεύσει μία μεγάλη λύπη και μελαγχολία διά την μοιχείαν της βασιλίσσης.

Προτού να βασιλέψη Το δρέπανο του φεγγαριούενός βουνού τη ράχη Εστάθηκε για μια στιγμή και πικραμένο ρίχνει Την ύστερή του τη ματιάτο έρμο το Ζητούνι. Εμαύρισαν η λαγκαδιαίς. 'Σ το μελανό του κύμα Ταγέρι πνίγει τα σπαρτά, τα δέντρα, τα λιβάδια, Γένονται θάλασσα η στερηαίς, λες ότι αυτό το βράδυ Ήρθε με δυο μεσάνυχτα κι' αργεί να ξημερώση.

ΠΡΟΣΠ. Κύριε, προσκαλώ την Υψηλότητά σου και τη συνοδία σου εις το φτωχό μου σπήλαιο· όπου θ' αναπαυθήτε τούτη τη νύκτα μοναχά, μέρος της οποίας θα περάσουμε μ' ένα διήγημα που, είμαι βέβαιος, θα κάμη να φεύγουν η ώρες· την ιστορία της ζωής μου, και τα μερικά περιστατικά, που μου 'λαχαν, αφού έφθασα εις τούτο το νησί· και άμα ξημερώση, θα σας φέρω στο καράβι σας, και μ' αυτό στη Νεάπολη, που ελπίζω να ιδώ να τελεσθή των δύο μας ακριβαγαπημένων ο γάμος· και εκείθε ν' αποτραβηχθώ στο Μιλάνο, όπου των φροντίδων μου το ένα τρίτο θα το αφιερώσω του τάφου μου.

Για να φανή αφτό, για να το μάθη, για να το μάθω, έπρεπε νάρθη τίποτις ξαφνικά να μας φέρη την αλήθεια. Εκεί που κάθεσαι τη νύχτα και γράφεις, και περνούν οι ώρες και το ξεχνάς, και χαίρεσαι την ησυχία και θαρρείς πως θα τελείωσης προτού ξημερώση, άξαφνα, στη μοναξιά, αρχίζουν τα πουλιά να κελαϊδούν και βλέπεις το σκοτάδι που ασπρίζει.

Μα ο ήλιος δεν ήθελε να βγη εκείνη την ημέρα. Η ώρα δεν ήθελε να περάση. Ποτέ δεν άργησε τόσο να ξημερώση. — Δε γίνεται, σήμερα θάχωμε γράμμα, έλεγε μέσα της. Το όνειρο ήταν καθαρό και ξάστερο: το κόκκινο θα πη γρήγορο. Μα σε λίγο πάλι συννέφιαζε ο λογισμός της. Όλο ξανάφερνε στο νου της τα λόγια του Λαλεμήτρου. — Ο καϋμένος ο Λαλεμήτρος! Αυτός μου λέει την αλήθεια.

Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια. Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω να της ειπώ πως έρχεσαι.