United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν μίαν νύκτα όπου εκοιμώμουν με την νέαν μου σύζυγον εις το κρεββάτι, μας έρριψαν και τους δύο εις την θάλασσαν διά να πνιγούμεν· αλλ' η γυναίκα μου που ήτο μία Εξωτική, ευθύς με έπιασεν από το χέρι και με έβγαλε αβλαβή εις ένα πλησίον νησί· κατ' άλλον τρόπον εγώ βέβαια ήθελα πνιγή.

Εγώ πάλιν έμεινα τεθλιμμένος εις εκείνο το ακατοίκητον νησί· την ερχομένην νύκτα επέρασα εις εκείνο το υπόγειον· την επαύριον εβγήκα έξω περιδιαβάζων ανάμεσα εις εκείνα τα δένδρα, και ετρεφόμουν από τους καρπούς των και επέρασα με τέτοιαν πολυστένακτον ζωήν τριάντα ημέρας, θεωρώντας πάντοτε την θάλασσαν, μήπως και ιδώ κανένα πλοίον να περνά από εκεί σιμά.

Γερμένα τα δέντρα πάνω στο νησί, φωτολουσμένα κι αφτά κάτω από τα λαμπρό φεγγάρι, εκρέμαγαν φανταχτερές πλεξούδες τα κλωνάρια τους απάνου στου γιαλού τακίνητα τα πλάτια, κ' εμάκρεναν τους πυκνωμένους ίσκιους τους κάτω στην ασημένια πλάκα. Εχάιδεβαν τα ολόγλυκα αργυρόφωτα τις ρειπωμένες τάπιες του Χαλασμένου κάστρου πάνω στο νησί· εξέκοβαν, εξέσερναν κάτω μαλακά, στα σωριασμένα πάνω τα χαλάσματα.

Αλλ' όντας πεινασμένος και μάλιστα κοπιασμένος από τον δαρμόν της θαλάσσης, ζητούσα χόρτα κατάλληλα προς τροφήν και εύρον αρκετά, ομοίως και διάφορα οπωρικά, από τα οποία ήτο πλούσιον εκείνο το νησί· εκεί εύρον και νερόν αναβρυστικόν πολλά νόστιμον, ώστε κατεπράυνα ολίγον την πείναν και το δροσερόν εκείνο νερόν εύφρανε την καρδίαν μου.

Τα φορέματά τους είν' απείραχτα, και λάμπουν καλύτερα παρά πρώτα· και, κατά την προσταγή σου, συντροφιές συντροφιές τους εσκόρπισα μέσα εις το νησί· έκαμα τον υιό του βασιλέα να βγη καταμόνας· τον άφησα που ανάσαινε με στεναγμούς, σε μίαν ανάποδη γωνιά του νησιού, καθούμενος, με τα χέρια λυπητερά, έτσι, σταυρωμένα.

Μπαίνουν ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ κατόπι τους μ' ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Άφησέ με ήσυχο·σαν αδειάση το βουτσί τότε πίνουμε νερό· πρώτα, μήτε στάλα. Δούλοτέρας, πιε στην υγειά μου. ΤΡΙΝΚ. Δούλοτέρας! καλέ, τι νησί είναι τούτο; Λένε πως πέντε μοναχά είναι μέσα σε τούτο το νησί· εμείς είμασθε τα τρία· ανίσως τάλλα δύο έχουνε τα μυαλά μας, η πολιτεία κουνιέται.

Η Άντρο έχει πανώρια βουνά. Τα βλέπεις δεξιά και σου γελούνε· είναι γιομάτα πρασινάδες, λουλούδια γιομάτα· τα βλέπεις αριστερά και τρομάζεις· είναι σαν ντουβάρια από γιγάντους χτισμένα· πέτρες και γκρεμνά· μήτε φύλλα, μήτε κλαδί. Η Άντρο τέτοια είναι, ταντρειωμένο, τόμορφο νησί· έχει δύναμη και χάρη.

Ως τόσον εγώ περιπατώντας ένθεν κακείθεν παρατηρών εκείνα τα θαλασινά χόρτα ανόμοια από της γης και βλέποντας εις κάθε μέρος πίννας, αχυβάδια, στρείδια και άλλα γιαλικά φυτευμένα ωσάν εις την θάλασσαν και ζωντανά, εθαύμαζα πώς εις την ξηράν γην ζουν αυτά τα ζωόφυτα και με τέτοιαν περιέργειαν απεμακρύνθην αρκετά από το καΐκι και από τους συντρόφους μέσα εις εκείνο το πρόσκαιρον νησί, όταν αιφνιδίως αγροίκησα και εσείσθη όλον το νησί· και ολίγον κατ' ολίγον να κινήται και να βυθίζεται εις την θάλασσαν.

Και περιδιαβάζοντας εκεί μόνος, είδα μακρόθεν προς το μέρος της στερεάς ένα πλοιάριον με τα πανιά ανοικτά, που ήρχετο κατ' ευθείαν προς εκείνο το νησί· ως δε βεβαιώθην ότι ήρχετο να αράξη εκεί, έκρινα εύλογον να μη φανερωθώ ευθύς εις εκείνους τους ανθρώπους, μην ηξεύροντας αν ήσαν φίλοι ή εχθροί, και έτσι, εκρύφθηκα υψηλά εις ένα δένδρον φουντωτόν, εις τόσον που εγώ να ημπορώ να τους βλέπω χωρίς να φαίνωμαι.

Για τούτο μεταλαβαίνουν πριν φύγουν από το νησί· για τούτο οι καπετάνοι παίρνουν σάββανα, κεριά και λιβάνι μαζί με τη γαλέτα και τ' άλλα χρειαζούμενα. Τον ανθρώπινο φόρο θα τον πληρώσουν κάθε χρόνο στη θάλασσα όπως πληρώνουν στη Βεγγάζη τα ναυτιλιακά τους έγγραφα. Λίρες εδώ· εκεί ανθρώπους. Θέλει και το δικό του νόμισμα κάθε αρχή.