United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξη πουλάρια τούκαναν στους στάβλους του οι φοράδες· 270 τέσσερα ο ίδιος στο παχνί κρατάει κι' ακριβοθρέφει, και τ' άλλα διο τα χάρισε του γιου του τ' αντριωμένου. Αφτά αν τα πάρουμε, λαμπρό θα γίνει τ' όνομά μαςΑφτά κουβέντιαζαν οι διό.

Τα λόγι' αυτά τ' αντριωμένα της Βασίλως τον εζεμάτισαν το Λάμπρο, κι ανατινάχτηκε αδάκρυτος από τον τόπο του, σα λαβωμένο λάφι. — Να φύγουμε, είπε, να φύγουμε. Δεν είν' άλλη προκοπή, δεν είν' άλλο σελιαμέτι. Να νυχτώση και να φύγουμε. Τοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Ό,τι να φορτώσουμε στο ντουρί και να φύγουμε. Νύχτωσε.

Και η στολή του φαρφουρένιο ανθογιάλι μοιάζει μέσα στα πλούσια σωθέματα της σάλας. Κύττα κορμί, κύττα στολή, κύττα δόξα!... Λάμπει στο χρυσάφι και στ' ασήμι ο σπαθάτος της, ο σπιρουνάτος της. Έλα.... έλα!... έλα!... Η Ασημίνα δεν κρατήθηκε περισσότερο. Ένας ένας οι συλλογισμοί καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό της. Και το πρόσωπό της ήταν λαμπρό σύγκαιρα και πονεμένο.

Και πρώτα πρώτα αρχίνησε μεγάλη ασπίδα στέρια, πλούμια ως στην άκρη, και λαμπρό της έβαλε στεφάνι τρίκλωνο γύρω αστραφτερό με το λουρί ασημένιο. 480 Τάβρου πετσί είχε ο δίσκος της πεντάδιπλο, και μέσα τού σκάλιζε άθια ένα σωρό με τη σοφή του τέχνη.

Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωίτο βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »

Πώς τριποδούν στα τέσσερα γυρνώντας τα σημάδια ιππόδρομο άτια και λαμπρό βραβείο 'ναι βαλμένο, ή νια ή λεβέτι τρίποδο, σα θάφτουν βασιλέα· έτσι κι' αφτοί τρεις έτρεξαν κύκλω στο κάστρο γύρους 165 με πόδια φτεροσάλεφτα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εξέρχεται μετά προφυλάξεως εκ της οικίας της, κρατούσα λύχνον ανημμένον, τον οποίον τοποθετεί επί τινος λίθου και ομιλεί προς αυτόν: Ώ φως λαμπρό του λύχνου μου! — που στον τροχό τον πλάσανε, και ύστερα ψηλά ψηλά στο σπίτι τον κρεμάσανε! Λοιπόν το φως σου χύνε 'ς ό,τι μαζύ σου είνε.

Και οι οπλαρχηγοί μεταξύ των, εδώ ο υψηλόκορμος Μακρής και ο Λιακατάς ο κάλεσος, εκεί ο Βάσος, ο χαλκοπρόσωπος, παρέκει ο Χατζηπέτρος με την ασύγκριτη λεβεντιά του, πέραν το λαμπρό Αρχοντόπουλο με τα ζηλεμμένα νιάτα και την ολοφάνερη αρχοντιά του, αλλού ο Καρατάσος ο υπερήφανος, όλοι χρυσοφορεμένοι και αρματοστόλιστοι εφαίνοντο να τρέχουν παντού, δίδοντες το παράδειγμα της αφοβίας και της καταστροφής.

Και την καρδιά σπαράζοντας ρωτάει πικρότερα η ματιά σου η θλιβερή: Νόμος κανείς τον κόσμο κυβερνάει, ό τι λαμπρό αφού αρπάζεται απ τη γη, αφού ό τι φως ποθεί και λαχταρίζει, χρωστά άκαρπα ασφοδέλια να θερίζη;

Σφάξαμε λαμπρό 'να παλικάρι, τον Έχτορα, που σα θεό τον λάτρεβαν στο κάστρο