United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφήστε τον να κοιμηθή . . . Είνε κρίμα απ' το Θεό . . . Της χίλιαις δραχμαίς θα της δώση αύριο . . . Ας είνε καλά, το παιδάκι μου . . . Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε . . Έχασε τα νειάτα του . . . αρρώστησε το παιδί μου . . . Τόσα χρόνια ήτανε βαθειά στη γης, εκεί που βγάζουν τ' ασήμι, ακούς! βαθειά κάτω σαν τυφλοπόντικας να σκάφτη, μέσ' τα λαγούμια, τ' ακούς!.. Αφήστε το, ν' ανασάνη, να πάρη αέρα, που έλυωσε στον απάνω κόσμο, κι' ανάλυσε, σαν το κερί το παιδάκι μου! . . . Ας ησυχάση καλά τη νύχτα.

Σχεδίαζε με μυτερό ασήμι και κάρβουνο πάνω στην περγαμηνή και την αργασμένη κέδρο. Και σε φίλντισι απάνω και ροδόχρωμη τερρακότα ζωγράφιζε με κερί, λυώνοντάς το πρώτα σε χυμόν από εληές και στερεώνοντάς το ύστερα με ζεσταμένο σίδερο.

Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το πρώτο το βαρβάτο Νάχη γερτάνι από φλουρί και κέρατα απ' ασήμι, Να τ' ακλουθάν τα πρόβατα, να τ' ακλουθάν τα γίδια, Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνης. Εσένα πρέπει, αφέντη μου, για να καβαλικεύης Τ' ασέλλινο, προσέλλινο, το κάλλιο το πουλάρι.

Μπήκανε σ' ένα σπίτι πάρα πολύ απλό, γιατί η πόρτα ήτανε μόνο από ασήμι και τα κουφώματα των διαμερισμάτων μόνο από χρυσάφι, αλλά δουλεμένα με τόσο γούστο, που τα πλουσιώτερα κουφώματα δε μπορούνε να τους παραβγούνε. Ο αντιθάλαμος, αληθινά, δεν ήτανε στολισμένος παρά μόνο με ρουμπίνια και σμαράγδια, αλλ' η τάξη, που ήσαν όλα βαλμένα αντικαθιστούσε αρκετά αυτή την έσχατη απλότητα.

Κυλούσανε τροφή για το τραπέζι του, πολύτιμα πετράδια για το ρουχισμό του, χρυσάφι και ασήμι για το νοικοκυριό· ξυλεία για τις χρείες του. Μα με τον καιρό οκνέψανε κ' εκείνα. Βαρέθηκαν να δουλεύουν άμυαλο και άδουλον αφέντη. Στράγγιξαν τα νερά τους, στέρεψαν τα πλούτη τους. Οπωσδήποτε το σπίτι έγινε. Είπα σπίτι ενώ μπορούσα να το ειπώ παλάτι. Τόσο είνε μεγάλο και πλατύ και καλοχτισμένο!

Τότε άσπαστο έβαλε χαλκό πας στη φωτιά κι' ασήμι, καλάι κι' ένα πολύτιμο χρυσάφι, απέ στυλώνει 475 το γιγαντένιο αμόνι του στο κούτσουρο, και παίρνει γερό σφυρί με το δεξύ, μασιά με τ' άλλο χέρι.

Κ' η παπαρούνα, ο κύσσερας πώσκασα την αυγούλα Με τη δεξιά παλάμη μου τίποτα δε μου δείξαν. Μάδεψα εφτά ασπρολούλουδα πολιώρα μες το σάδι Τα τέσσαρα μούπαν το ναι, τα τρία μούπαν όχι. Από καθάριο μάλαμα κι' ασήμι να σε κάμω Μέσα στο κατασάρκι μου να σε κρεμάσω σα γκόλφι, Σα χαϊμαλί, σα φυλαχτό, να γένω δουλολάτρης Να πέφτω να σε προσκυνάω το βράδυ που προβάλλεις.

Πώχουμε χούφταις το φλουρί και φόρτωμα τ' ασήμι; — Το βιο σας να το χαίρεστε, κ' η κόρ' είνε δική μου. — Άιντε, γυναίκα ανάποδη και όχεντρα οργισμένη, Σου την γυρεύω με καλό, με το κακό την παίρνω! . . . .................................. Πήγε 'ςτήν πρωτομάγισσα, που εμόνιαζε 'ςτό λόγγο, Της μολογάει του Μήτρου της το πόνο, την αγάπη. Της τάζει χίλια δυο φλουριά και της γυρεύει μάγια.

Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρόςτον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτετα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.

Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές. Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.