United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όταν πια ετέλειωσαν αυτά με το καλό, ελούστηκαν, εφάγανε μ' όρεξη, τριγυρνούσανε ζητώντας πωρικά γουρμασμένα· κ' ήταν πλήθος απ' αυτά εξ αιτίας της εποχής· πολλά γκόρτσα, πολλά αχλάδια, πολλά μήλα, άλλα πεσμένα πια κάτω κι άλλα ακόμη επάνω στα δέντρα. Τα πεσμένα στη γις ήταν πιο μυρουδάτα· κι όσα ήτανε στα κλαδιά πιο ομορφόχρωμα· εκείνα μοσκοβολούσανε σαν κρασί και τούτα ελάμπανε σαν χρυσάφι.

Και διαβαίνοντας αυτά ήλθαμεν εις μίαν αυλήν, της οποίας τα τείχη εφαίνοντο κτισμένα από πλάκες χρυσίου και το έδαφος ήτον εστρωμένον από πλάκες ασήμι· Εις το μέσον της ήτο ένας πύργος υψηλός από ξύλον κόκκινον της Ινδίας επάνω εις έξη κολώνες από τζελίκι της Κίνας, και υποκάτω του οποίου ήτον ένας μεγάλος θρόνος από ατόφιον χρυσάφι.

Κι' ένας τους νιος στο γυρισμό τούς βάραε το λαγούτο γλυκά που λες σε λίγωνε, κι' αγάλι τ' αποτρύγια 570 τραγούδαε, κι' όλη η συντροφιά ξοπίσω ροβολούσε, και ξεφωνώντας χόρεβαν μ' ανάλαφρο ποδάρι. Κι' έφτιασε μέσα εκεί βοδιών κοπάδι κουτελάτωναπό καλάι τα διόρθωσε τα βόδια και χρυσάφι — π' απ' την ταγή ίσα τρέχανε με μουγκρητά να πιούνε 575 κοντά σε ρέμα μούρμουρο, δροσάτο καλαμιώνα.

Πατέρα μου, μια Κυριακή και μια καλήν ημέρα. Σίντα λαλούν η πέρδικαις και χαιρετούν τον ήλιο. Τα πρόβατατης ρεμματιάς το πλάι σαλαγώντας Είδα την κόρη του Σταθά, την χαϊδεμμένη Ρήνα Ντυμένητα μεταξωτά, ντυμένητο χρυσάφι, Να κατεβαίνη απ' το χωριό, να πάη κατά τ' αμπέλια. 'Στόν ήλιο αστράφταν τα φλουριά κ' έλαμπ' η ωμορφιά της.

ΠΕΤ. Τόσον φιλοχρήματος και φιλόπλουτος είσαι, Μίκυλλε, και ως ευτυχίαν νομίζεις μόνον και θαυμάζεις το να έχη κανείς πολύ χρυσάφι;

Τα προγονικά κειμήλια που κρέμονταν στους τοίχους, ήταν πολλά κι αξετίμωτα. Ντυμένα στο χρυσάφι, βουτημένα στο αίμα, βαμμένα στον αθέρα της δόξας μοιάζανε με δράκους τυλιγμένους στ' άλυτα μάγια του καιρού.

Πλην όχι χιλιάδες αλλά μυριάδες να του έδιδαν δεν το επώλει ο γέρων· εις το χρυσάφι μέσα να τον έντυναν αυτός δεν έδιδε ουδ' ένα παφήλι του. Έτρεφε λατρείαν εις αυτό· ήτο η ψυχή του, το καμάρι όλης του της ζωής.

«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130 έλεγατην πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας, όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση, άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα. και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135 μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι, 'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία, άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».

Εξάγουν τα κεφαλάκια των να μας ιδούν και σχηματίζουν φυσαλίδας ως να επιπλέη εκεί τρυπημένον κόσκινον. Στρέφουν εξαίφνης προς το πέλαγος ως να κυνηγούν ψιχίον καταπεσόν, κ' αίφνης μετανοούν τάχα και το αφίνουν· και πάλιν ξαναμετανοούν και παρακολουθούν πάλιν όλα μαζύ, ένας σωρός, την σκούναν, της οποίας τα λευκά ιστία κεντώσιν ήδη με χρυσάφι πολίτικο αι χρυσαί της δύσεως ακτίνες. Νυκτώνει.

Τότε ο αληθινός Θεός προσβλήθηκε και έκανε τους υπηρέτες αυτού του βασιλιά τόσο κακούς, που συνωμότησαν για να σκοτώσουν τον αφέντη τους. Ναι, έβαζε να λατρεύουν ένα Θεό, όλον από χρυσάφι: γι’ αυτό έμεινε στον κόσμο τόση αγάπη για το χρήμα και οι συγγενείς, ακόμα, σκοτώνουν τους συγγενείς για το χρήμα. Ακόμη και τα αθώα πλάσματα λατρεύουν το χρήμα