United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφότου είχε παύσει να ταξιδεύη με τα καράβια εις μακρυνά πέλαγα, εψάρευε κατ' αρχάς γύρω εις την νήσον, κ' εγιάλευεν εις τον λιμένα. Ύστερον ηγόραζεν απ' αλλού σιτάρια, τα άλεθεν εις τους μύλους πέραν, εφόρτωνε της δύο βάρκες, κ' ήρχετο και τα επώλει εις τον τόπον. Είχε μανίαν ν' αποκτήση θησαυρούς, διά να σώση το Γένος.

Η γραία την εδίπλονε και την έρριπτεν εις τον πυθμένα του θυλάκου της. Ελέγετο δε ότι τα τοιαύτα ενδύματα, όσα κατώρθου συχνάκις να αποσπά, τα επώλει εις τους εβραίους μεταπράτας, οίτινες ήρχοντο είς τον τόπον από καιρού εις καιρόν. — Δώσε μου και δυο κάρβουνα, κόρη μου, έλεγεν είτα η γραία. Ήθελα ν' ανάψω ολίγη φωτίτσα, να πυρωθώ. Κρύο, κόρη μου, κάμνει κρύο εις εκείνη την τρύπα.

Μίαν ημέραν εφονεύθη ενώπιον μου εις την αγοράν είς Ραγουζαίος, κατά συνέπειαν λογομαχίας μετά των αγοραστών του ως προς την εκλογήν σαρδέλων τας οποίας επώλει! Ο φόνος του Ραγουζαίου εκείνου ενίκησε πάντα απομένοντα δισταγμόν μου ως προς της αναχωρήσεως το ζήτημα. Απεφάσισα οριστικώς να επιστρέψωμεν εις Τήνον.

Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν.

Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας. — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του! Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας.

Πότε αντήλασσε μετ' αυτών γραφίδας αντί χάρτου ή μολυβδοκόνδυλα αντί κονδυλοφόρων, πότε επώλει το καθαρόν του τετράδιον ή ηγόραζε το εφθαρμένον άλλου βιβλίον, αφού προηγουμένως εξέκαμνε συμφορώτερον το καινουργές και σχεδόν άθικτον ιδικόν του.

Πάλιν εβάδισε την οδόν εκείνην, όπου μικρό παιδί με τα άλλα παιδιά εστέκετο και επώλει λεπτουργημένα σπιτάκια. Εκεί επάνω, 'πίσω από τα έλατα ήτο ακόμη το σπίτι του εκ μητρός πάππου του· ξένοι τώρα το κατοικούσαν.

Πλην όχι χιλιάδες αλλά μυριάδες να του έδιδαν δεν το επώλει ο γέρων· εις το χρυσάφι μέσα να τον έντυναν αυτός δεν έδιδε ουδ' ένα παφήλι του. Έτρεφε λατρείαν εις αυτό· ήτο η ψυχή του, το καμάρι όλης του της ζωής.

Παρετήρει αυτάς μετά προσδοκίας και ανυπομονησίας. Θα έκαμναν πολλά κατσικάκια, θα τα ανέτρεφε, θα τα επώλει και θα επλήρωνε τον σκληρόν Γιαννίκον, και δεν θα τον είχεν ανάγκην να της πάρη ό,τι κι' αν έχη! Και μετά συγκινήσεως ηρίθμει διά των δακτύλων τας παρερχομένας ημέρας ίνα εύρη την ημέραν του τοκετού. — Κοντεύει, δεν κοντεύει· εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν· βάλε από τον άι-Δημήτρη!.

Ο πλοίαρχος ήτο Ραγουζαίος αλιεύς και ειδωλολάτρης κατά την νεότητά του, όστις μυηθείς της πίστεως τα μυστήρια ηθέλησε να μιμηθή τον Απόστολον, γενόμενος ως εκείνος α λ ι ε ύ ς α ν θ ρ ώ π ω ν, ους ηγκίστρωνε και επώλει ως πρότερον τους ιχθύας.