United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αυτό είνε φροντιστήριο, κι'από εδώ μέσα βγαίνει η κάθε μια ψυχή σοφή. Άνδρες δω μέσα μένουν οπού στον κόσμο βγαίνουν και λένε, πως ο ουρανός, που γύρω μας ορίζει, σαν το καρβουνοκούπωμα μας περιτριγυρίζει, κ' είμαστ' εμείς τα κάρβουνα. Αν πάρουνε λεφτά, λόγια μπορεί να μάθουνε καθέναν, που μ' αυτά δικά τους ναν' τα δίκαια και τ' άδικα δικά τους. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ποιοι είνε;

Ω! καλλίτερον να μη ζήση να ίδη και άλλην μίαν τοιαύτην ημέραν. Ευτυχώς η Σμαράγδω, η κουμπάρα της Γαλανής, ήξευρε το γίτιο. Έρριψε τρία ανημμένα κάρβουνα εις ένα ξυλοκάνατο, πλήρες πηγαίου και καθαρού νερού είπεν ολίγα λόγια, το εσταύρωσε τρις κ' επότισε μ' αυτό τας κατσίκας. Τόρα το γάλα των επέστρεψε· τα κατσικάκια έπιασαν πάλιν το μαστάρι κ' εσώθησαν. Η γρηά ήτο ήσυχος, ησυχωτάτη ήδη.

Οι ρήτορες όμως και οι φιλόσοφοι, όχι μερικοί αλλά όλοι, κατατρώγονται υπό αλαζονίας και της δοξομανίας και δεν βασανίζονται μόνον διά την δόξαν αλλά και διά κάτι το οποίον είνε ακόμη αισχρότερον, τα χρήματα. Ο παράσιτος αδιαφορεί διά τα χρήματα περισσότερον αφ' όσον οι άλλοι διά τα χαλίκια της ακρογιαλιάς, και ο χρυσός δεν έχει δι' αυτόν μεγαλειτέραν αξίαν από τα κάρβουνα.

Παντού τείχη γκρεμισμένα, χωριά δίχως κατοίκους, χωράφιαωργωμένα από τη φωτιά, — και τάλογά τους πατούσαν στάχτες και κάρβουνα. Στον έρημο κάμπο, σκέφτηκε ο Τριστάνος: «Είμαι βαρυεστημένος κ' είμαι αποσταμένος. Τι ωφελούν αυτές η περιπέτειες; Η αγαπημένη μου είναι μακρυά, ποτέ δε θα την ξαναϊδώ. Δυο χρόνια τώρα, πώς δεν έστειλε να με γυρέψη στης χώρες που γύριζα; Ούτε μια είδησί της δεν έλαβα.

Ήτο ένα δάσος πυκνόδενδρον, το οποίον ο παπά- Κονόμος παρεχώρησεν εις τους Παρισαίους, τους ανθρακείς να κάμουν κάρβουνα διά να φυτεύση κατόπιν ελαίας.

Η οικοδέσποινα της έδιδε και κάρβουνα. Είτα η γραία εζήτει προσέτι οίνον, όξος, καυσόξυλα, δαδίον, και άλλα πολλά. Αφού δ' έμενεν επί πολλάς ώρας, απήρχετο τέλος περί την δύσιν του ηλίου αποκομίζουσα όλα τα λάφυρα. Ταύτα συνέβαιναν καθ' εκάστην, αν η οικοδέσποινα τη ήνοιγε την θύραν.

Και τι θα μούλεγες συ; Θα κύτταζες τα χέρια μου βαμένα από τη σκουριά, γεμάτα ρόζους, μα δυνατά κι' επιστημονικά στο κουπί. Θάβλεπες το πρόσωπό μου μαυρισμένο από τα κάρβουνα, μα φωτισμένο και θαυμαστό γιατί θα το εξιδανίκευεν η αγάπη μου.,, »

Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα.

Αλλ' από βαθέος όρθρου, ο Λάμπρος ο Βατούλας οσφρανθείς, φαίνεται, το δόλωμα των αντιπάλων, έσπευσε να ξυπνήση τον καπετάν-Νικολάκην, το Τρυποκαρύδι, ένα των στενωτέρων φίλων του, και επιβιβασθέντες οι δύο εις ωραίον κόττερον, έλυσαν τα πανιά, εσήκωσαν την άγκυραν, και ανάψαντες τους ναργιλέδες των με τα κάρβουνα, τα οποία είχαν λάβει από το καφενείον του γέρο-Ακούκατου, όστις αγρυπνότερος αλέκτορος ήνοιγε το καφενείον τέσσαρας ώρας πριν φέξη, εξηπλώθησαν παρά την πρύμνην καπνίζοντες και πλέοντες τη βοηθεία της πρωινής απογείου αύρας.

Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...