United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' άσπροι απ' τη σκόνη οι Τρώιδες, κατάστεγνοι της δίψας, 540 ίσα για τ' αψηλό τειχί και για την Τριά οχ τον κάμπο φέβγανε, ενώ με τ' όπλο εκιός λες σα θεριό ακλουθούσε, και λύσσας φλόγα ανήμερης τούχε η ψυχή να σφάξει. Τότες πια τ' Άργους τα παιδιά το κάστρο θα πατούσαν αν το λεβέντη Αγήνορα δεν πύρωνε ο Απόλλος, 545 γιο τ' Αντηνόρου, αδείλιαστο πανώριο παλικάρι.

Πώς ζέβεις βόδια ασερνικά μεγάλα κουτελάτα 495 και τρίβεις σταροκρίθαρο σε μαρμαρένια αλώνια, κι' εφτύς λιανό όλο γίνεται απ' των βοδιών τα πόδια· έτσι και τ' άπιαστα άλογα του ξακουστού Αχιλέα νεκρούς πατούσαν κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας 500 απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια και τ' αλογόνυχα.

Παντού τείχη γκρεμισμένα, χωριά δίχως κατοίκους, χωράφιαωργωμένα από τη φωτιά, — και τάλογά τους πατούσαν στάχτες και κάρβουνα. Στον έρημο κάμπο, σκέφτηκε ο Τριστάνος: «Είμαι βαρυεστημένος κ' είμαι αποσταμένος. Τι ωφελούν αυτές η περιπέτειες; Η αγαπημένη μου είναι μακρυά, ποτέ δε θα την ξαναϊδώ. Δυο χρόνια τώρα, πώς δεν έστειλε να με γυρέψη στης χώρες που γύριζα; Ούτε μια είδησί της δεν έλαβα.

Τα δάχτυλά του έφευγαν γοργά, σαν αστραπή, απάνω στα τέλια, στο κοντάρι, πατούσαν πότε βιαστικά, και πότε σιγαλά, πήγαιναν έρχουνταν σταματούσαν απάνω στους μπερντέδες κ' η πέννα του γρατσούνιζε γρήγορα κάτω τα τέλια με το δεξί χέρι του. Τόνα τραγούδι τελείονε, τ' άλλο άρχιζε, από τα κλέφτικα ως τους αμανέδες.

Μα κι' έτσι μέσα την καρδιά δεν τούπειθαν στα στήθια, ως που πια οι πόρτες έπεσαν, και τα πυργιά οι Κουρήτες πατούσαν, κι' έβαζαν φωτιά παντού στη χώρα γύρω.

Πλάκωσαν το λοιπόν αυτές όλες -που δεν πατούσαν το πόδι τους καμμιά τους στο σπίτι της Λιόλιας κ' ήρθαν τώρα τάχατες να φανούνε χρήσιμες κι αυτές σε μιαν περίσταση, γιατί πού ξέρεις πως τα φέρνει ο Θεός καμμιά φορά και σου χρειάζεται κ' εσένα η βοήθεια ταλλουνού! και πέσανε μελίσσι πάνω απ’ το παιδί: Μοίρες να το μοιράνουν, εκεί που τόχε πάρει η Κερά Γιώργαινα πάλι στα χέρια της να το ξεφασκιώση, να του βάλη λίγο γλυκοπόδιο και καινούργιο βαμπάκι πούχε φέρει απ' το σπίτι κ' έλεγαν πια η καθεμιά το μακρύ της και το κοντό της : Χριστέ μου ! για παιδί.

Με άρπαζε, με γύριζε και θαρούσα πώς τα πόδια μου δεν πατούσαν κάτω. Μου φαίνονταν πώς μούδινε πτερά στα πόδια. Λ έ λ α. Εγώ βέβαια δεν πετούσα μ' αυτά τα παπούτσια. Αλλά συ, πού πετούσες; Έ μ μ α. Εις τους ουρανούς. Ο λ γ ί ν α. Κα Μ ε μ ι δ ώ μ. Ανοησίες, Ολγίνα, ανοησίες. Η Έμμα είναι παιδί ακόμη. Έ μ μ α. Παιδί! Έχουν την μανίαν να νομίζουν πώς είμαι παιδί. Είκοσι χρόνων και κάτι.

Έμεινα επί πολύ, βλέπων αυτήν ατενώς, επί νεφέλης πατούσαν και βαίνουσαν διά των ακρωρειών του Ταϋγέτου, μέχρις ου έγεινεν άφαντος από των οφθαλμών μου, απευθύνασά μοι τελευταίον νεύμα διά της αμβροσίας αυτής χειρός. Τη δε υστάτη στιγμή εφάνη πάλλουσα το δόρυ, κινούσα την ασπίδα, και δεινή αστραπή κατέλαβε τον Ταΰγετον, ο δε αήρ επλήσθη αμβροσίας οσμής.