United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου. «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα! «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου!

Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό.

Ο Σβάντε περπατούσε στα δάχτυλα μέσα στην κάμαρα του αρρώστου κ' η καρδιά του είταν γεμάτη από το αφάνταστο: πως θα πέθαινε ο μικρός αδερφός. Έστεκε ακίνητος πολλή ώρα και τον κοίταζε ή έσκυβε και του φιλούσε το μάγουλο. Κι όταν η μαμά συνήρθε από τη λιποθυμία της και μπήκε μέσα, πήγε και της αγκάλιασε το λαιμό με τα δυο του χέρια.

Ύστερα ανασηκώθηκε αγάλι' αγάλια, κάθησε σταυροπόδι έπιασε με τα δάχτυλα των χεριών του, τα δάχτυλα των ποδαριών του, χαμογέλασε κι είπε με μια φωνή απαλή και ψιθυριστή, όπως κάνουν τα παιδιά όταν γυρεύουν παρακαλώντας από τη γιαγιά τους, παραμύθια: — Πες μας για τον πόλεμο, κυρ λοχία... Ο λοχίας δε γέλασε άλλο. Ανασηκώθηκε κι αυτός λιγάκι.

Και είδα την άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταξε κλεφτάτα κλεφτάτα τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος κάτι τι κι' εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ' από τον φρικτόν αγώνα. — Ω, Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου. — Μην ακούς τον κόσμο, κυρά!

Η υπόθεσις του επομένου στιχουργήματος εύρηται εν ταις σημειώσεσι του τετάρτου άσματος. Σελ. 182 υπό την επιγραφήν «ΑστραπόγιαννοςΛαμπέτης.» »Λαμπέτη, εδείλιασα!... Τα σωθικά μου Άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό. Νεκράτο σκάνδαλο τα δάχτυλά μου Βλέπεις επάγωσαν... Δος μου νερό...» »Λαμπέτη, εσβύστηκα... Ώραν την ώρα Φεύγ' ανυπόμονη, πετά η ψυχή.

Φιγούρες καθισμένες ανακούρκουδα, ωχρόφαιες και μαβιές, μερικές με φοβερά μάτια λευκά, άλλες με κόκκινες πληγές και μελανά αποστήματα, με γυμνά τα στήθη σαν γδαρμένα, με τα μπράτσα και τα ψαχουλευτά δάχτυλα μαυρισμένα σαν καμένα κλαδιά, διαγράφονταν μεταξύ των θάμνων με φόντο τη γαλάζια και λευκή γραμμή του ορίζοντα.

Και καθώς σε γαργαλίζουν, Ξένα δάχτυλα αν σ' εγγίζουν, Έτζι απ' όσα κακολές, Ξεκαρδίζεσαι που κλαις. Μήπως έχεις φαντασία, Να διηγέσαι τάχα αστεία, Όθεν παίρεις αφορμή Να γελάς με τόση ορμή; Και αν γελάν οι άλλοι, ξεύρεις, Απατός σου να το εύρης; Μη σε κόφτει, εδώ είμαι εγώ. Σε διο λόγια σ' το ξηγώ.

Εκροτάλιζαν &κρικ-κρι-κρίκ, κρι-κρι- κρίκ&, τατσαλένια ζίλια στα δάχτυλά της ανάμεσα. &Ε-ε-ε-έ, έεεεέ, έεεεεεεέ&, εβοηθούσε παράτονα, κακόφωνα, να τη σιγοντάρη ο Σαντουριέρης.

Μια μέρα, στα μέσα Ιουνίου, ανέβηκε μέχρι το καλύβι του Έφις. Έκανε πολύ ζέστη και η κοιλάδα ήταν όλη κίτρινη κάτω από έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό. Ο υπηρέτης έπλεκε μια ψάθα στη σκιά των καλαμιών με δάχτυλα που έτρεμαν από τον πυρετό της μαλάριας.