United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Κάνετε θαύματα. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΞΙΦΑΣΚΙΑΣ Σας το είπα· το μυστικόν της ξιφομαχίας έγκειται εις δύο: εις το να κτυπά κανείς και εις το να μη τον κτυπούν· και όπως σας το απέδειξα μια μέρα, είνε αδύνατον να δέχεται κανείς κτυπήματα, όταν ξαίρη ν' απωθή το ξίφος του αντιπάλου του από τη γραμμή του σώματός του.

Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· σχοινιά τα κοντυλογραμμένα στον ορίζοντα· τα πόμολα που άφιναν νομίζεις φωτεινή γραμμή στον αιθέρα μ' έκραζαν να πάω μαζί τους, μου υπόσχονταν άλλους τόπους, ανθρώπους, πλούτη, χαρές, φιλιά σε μένα άγνωστα στην καρδιά μου όμως αποθηκευμένα, του γονιού μου βέβαια μακρινή απόλαυσις. Και νυχτόημερα η ψυχή μου εκατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξείδι.

Με τα ξημερώματα όμως ξαναφάνηκε πάλι, και βρήκε τους δικούς μας στην ίδια θέση, δηλ. έξω από τη Δάρα, κατά της Νίσηβης τη μεριά και πίσω από βαθιά χαντάκια, όχι όμως ολόισα, παρά σα διάγραμμα χαμηλού καπέλλου αναποδογυρισμένου· ο πάτος του καπέλλου κατά τα τειχίσματα της Δάρας, η ανοιχτή του μεριά κατά τον εχτρό. Τη γραμμή του πάτου την κρατούσε ο Βελισάριος κι ο Ερμογένης με διαλεχτά σώματα.

Είπε, και πήγε τότε αφτός στ' αθρώπινα κοπάδια, κι' ο Ποσειδός πια πρόθυμα θαρρέβει να βοηθήσει. Εφτύς πηδάει μια ως στη γραμμή των μπροστινών και σκούζει «Αργίτες, τι, στον Έχτορα θ' αφίσουμε έτσι λέτε τη νίκη; Τι, θα δοξαστεί καράβια μας πατώντας; 365 Έτσι παινιέται τώρα αφτός και λέει, τι ο Άχιλέας πέρα στα πλοία μένει αργός που πείσμωσε η καρδιά του.

Σωκράτης Βλέπεις, Μένων, ότι εγώ δεν τον διδάσκω τίποτε και δεν κάνω άλλο παρά να τον ερωτώ· και αυτός τόρα φαντάζεται, ότι γνωρίζει ποία είναι η γραμμή από της οποίας σχηματίζεται ο χώρος των οκτώ ποδών. Ή δεν σου φαίνεται έτσι; Μένων Βεβαίως. Σωκράτης Το γνωρίζει λοιπόν; Μένων Όχι βέβαια. Σωκράτης Δεν πιστεύεις ότι γίνεται εκ διπλασίας γραμμής; Μένων Ναι.

Κι’ αυτή του απολογήθηκε, μ’ απελπισιά μεγάλη: — Πίσω από κείνο το βουνό, πούναι ψηλό και μέγα, Πώχει τα σύννεφα κορφή και μέση τα λαγκάδια, Και ρίζα του της θάλασσας, τ’ απάτητα θεμέλια, Στέκει περίφανο, βαρύ, άλλο βουνό μεγάλο, Και πίσω πάλιν απ’ αυτό άλλο βουνό προβάλλει, Κι’ αυτό τρανό κι’ υπέρψηλο, κι’ αυτό πολύ μεγάλο, Και πίσω πάλι κι’ απ’ αυτό άλλο και πάλιν άλλο, Βουνά σαράντα στη γραμμή, συνεφοσκεπασμένα, Και στο βουνό τ’ ακριανόν, όπου είναι απ’ όλα πίσω, Είν’ ένα σπήλιο απάτητο σ’ έναν γκρεμό μεγάλον Οπού είναι παραδύσκολο σ’ ανθρώπινο ποδάρι Να σκαρφαλώση, ν’ αναιβή και μέσα να πατήση.

Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνέςκακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.

Ομοίως δε και περί των απείρως σμικρών μεταξύ άλλων αισθητών, είναι δηλαδή και ταύτα δυνάμει ορατά, αλλά ουχί εν ενεργεία και όταν αποχωρισθώσιν• ούτως η γραμμή ενός ποδός δυνάμει υπάρχει εις την γραμμήν δύο ποδών, αλλ' εν ενεργεία υπάρχει μόνον όταν χωρισθή.

Και δίχως μήτε στιγμή να χάση όταν καταστάλαξε στη διαλεγμένη του χώρα, καταπιάστηκε το μεγάλο του έργο, άρχισε να χαράζη τα σύνορα της νέας του Ρώμης. Είναι νόστιμη η παράδοση που μας το ιστορεί αυτό το σημάδεμα. Ξεκίνησε, λέει, πεζός, ακολουθώντας οι αυλικοί του, και με το κοντάρι του χάραζε τη γραμμή που έπρεπε να πάρουν τα καινούρια τα τειχίσματα.

Κι ανάμεσα στης χινοπωριάτικης βροχής το κρύο κλάψιμο, πιο βαθύ μυστήριο, πιο βαθύς τρόμος, περίχυνε την αγριότη, που με τριγύριζε. Ψηλά στον κατακόκκινο, τον καταπληγιασμένο γίγαντα, ανάμεσα στα ματωμένα στήθη του, μια κορδελίτσα δρόμου, ίσια σα γραμμή συρμένη με χάρακα, κοκκίνιζε εδώ, και μαύριζε εκεί, κ' άσπριζε παραπέρα. Δίχως άλλο κάποιο μονοπάτι είταν. Τ' ακολούθησα με προσοχή, ξαφνισμένος.