Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Λυπημένη εστάθη η Φωτεινή και έβλεπεν Ω, ναι, πολλά δεν ημπορούσαν πλέον να κινηθούν, άλλα ήσαν κάτω πεσμένα και άλλα, ενώ είχαν αναβή επάνω εις το κλαδί διά ν' αρχίσουν να πλέκουν το κουκούλι των, έμμενον εκεί με την κλωστήν εις το στόμα, χωρίς να έχουν την δύναμιν να προχωρήσουν. — Άκουσε τι θα κάμω, είπεν επί τέλους η Φωτεινή.
Και όλα εκείνα τα μαλλιά, τα οποία τώρα ήσαν γύρω από την Φωτεινήν σαν μικρά βουνά υψηλότερα από το ανάστημά της, ημπόρεσεν η γρηά και τα εστοίβαξεν εις ένα μόνον σακκί. Όταν το έφερε να το δέση η ιδία επάνω εις το γαϊδουράκι, η Φωτεινή εφώναξεν· — Ω! μη, το καϋμένο, θα πάθη από το πολύ βάθος!
Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων, αλλά μένει έκαστος εις την ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε νυκτώνει εκεί, ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως το λυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δε μόνην ώραν του έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνος άνεμος όστις πνέει είνε ο ζέφυρος.
Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει.
Και τώρα η μικρά Φωτεινή κάθηται παράμερα εις μίαν γωνιά της καλύβας· τα δύο της ωραία ματάκια, τα οποία, όταν είνε χαρούμενα, λάμπουν σαν να έχουν μέσα των αληθινό φως, είνε γεμάτα δάκρυα. Έξαφνα ο ταχυδρόμος εκτύπησε την θύραν. — Καλώς τα δέχθηκες, κυρ Σταμάτη, εφώναξε· σου φέρνω γράμμα από τον πατέρα σου! Αλλά πώς να διαβάση, καθώς ήτο ο κυρ Σταμάτης, το γράμμα!
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τάλογο να το νοιαστή σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρη τον Προεστό. Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα.
Φοβόταν μήπως οι κυράδες του τού βάλουν τις φωνές. ΄Ηξερε ότι αυτό που έκανε ήταν σοβαρό, ίσως λάθος, αλλά δεν μετάνιωνε. Ένα μυστηριώδες χέρι λες και τον έσπρωξε κι εκείνος ήξερε πως όλα όσα γίνονταν έτσι, κάτω από μια υπερφυσική δύναμη, ήταν πράξεις καλές. Περίμενε τον Τζατσίντο μέχρι αργά. Τ’ ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε την κοιλάδα και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε βλαστού.
Τότε πρώτα να χωρίσης εις δύο το καρύδι, και έπειτα να κτυπήσης. Το ενόησες; Μη με παρακούσης! Συνηθισμένη η Φωτεινή να υπακούη τους μεγαλύτερους της, έβαλε το καρύδι εις την τσέπην της. Το δειλινό εστάθη να δώση να φάγουν αι όρνιθές της και εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά.
Συνέπεσε μάλιστα να είνε πολύ ακριβά, ύστερον από τας βροχάς εις την αγοράν τα σταφύλια, ενώ τα ιδικά της, καθώς είχον ωριμάσει προφυλαγμένα κάτω από την κληματαριάν, ήσαν εξαίσια! — Γρήγορα, παππού, θα σου φέρω και ζεστό επανωφόρι, έλεγεν ευτυχής η Φωτεινή, και ό,τι άλλο χρειάζεσαι διά τον χειμώνα! Κάθε βράδυ θα πλέκω καλάθια και το πρωί θα πηγαίνω εις την αγοράν φορτωμένη.
— Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν