Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Τω όντι ο Δημήτρης ήτο μακράν της καλύβας. Αφ' ης ώρας εβεβαιώθη ότι ο Νάσος και η Μπήλιω έμαθον την κατάραν που εβάρυνεν επ' αυτού είχεν αποφασίσει να φύγη. Ηννόει μόνος του ότι, όσον και αν τον ηγάπων, δεν ηδύναντο να τον έχουν δίχως ενδοιασμούς και φόβους πλησίον των.
Και τώρα ήλθε δι' αυτόν η χρυσή ευκαιρία να διεκδικήση το μέγεθος της δικαιοσύνης της πατρίδος του, και επειδή Τον είχε κηρύξει απολύτως αθώον, να Τον αφήση απολύτως ελεύθερον. Αλλ' ακριβώς εις το σημείον τούτον αμφεταλαντεύθη και εσυνθηκολόγησεν. Ο φόβος νέας επαναστάσεως τον εβάρυνεν ως εφιάλτης. Εφάνη πρόθυμος να υποχωρήση κατά το ήμισυ διά ν' αρέση εις τους επικινδύνους τούτους σκευωρούς.
Μετά την ανάστασιν η πίστις όλων θα εκρατύνετο, και δεν θα υπήρχε πλέον αντιζηλίαι μεταξύ των. Ετήρησαν οι τρεις το πρόσταγμα του Χριστού, αλλά μόνον ηρώτων αλλήλους, ή ανελογίζοντο εν σιωπή τι έμελλε να είνε τάχα αυτή η εκ νεκρών ανάστασις. Και άλλο σπουδαίον ζήτημα εβάρυνεν εις το πνεύμα των. Είχον ιδεί τον Ηλίαν. Εγίνωσκον ήδη πληρέστερον είπερ ποτέ ότι ο Κύριός των ήτο τω όντι ο Χριστός.
Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει.
Μετέβησαν εκ του τρικλίνου εις θάλαμον παρακείμενον, και εκείθεν εις την στοάν την άγουσαν εις τα δωμάτια της Ακτής. Αι δυνάμεις της Λιγείας την είχον εγκαταλείψει τόσον, ώστε εβάρυνεν ως νεκρά εις τους βραχίονας του Ούρσου. Έφθασαν ούτω εις τα διαμερίσματα της Ακτής. Το μέρος τούτο του παλατίου ήτο ερημικόν· η μουσική και ο θόρυβος του συμποσίου έφθανον συγκεχυμένοι.
Και πολλοί εκ των παρημελημένων ανθρώπων, βασανιζόμενοι από άπαυστον δίψαν, έπιπτον εις τα φρέατα· η δίψα δε εκείνη, είτε έπινον ολίγον είτε έπινον πολύ, έμενεν η αυτή. Η αέναος ταραχή και η αγρυπνία εβάρυνεν αυτούς.
Ουδένα επείραζεν, ουδένα εβάρυνεν, άλλο δεν επεθύμει και δεν επεδίωκεν ή να διέλθη απαρατήρητος η ύπαρξίς του, τούτο δ' επί τέλους και επέτυχε. Και όμως η μονήρης και άσημος εκείνη ύπαρξις υπέκρυπτεν ιστορίαν θλιβεράν, υπέκρυπτε πάλην μακράν, πάλην καθημερινήν μεταξύ της καρδίας και της διανοίας του.
Όταν εξύπνησα εύρον πλησίον μου, όπως και προηγουμένως, ένα άρτον και μίαν κανάταν νερού. Εδίψων φοβερά, και εξεκένωσα την κανάταν μονορρούφι. Το νερό θα είχε ναρκωτικόν μέσα, διότι μόλις το ήπια κατελήφθην από ακαταμάχητον ύπνον. Βαθύς ύπνος με εβάρυνεν, όμοιος με τον ύπνον του θανάτου.
Και χωρίς να χάνουν καιρόν, αδημονούντες ύψωσαν απειλητικώς τας αξίνας εναντίον του. Ο Δημήτρης εξήλθε μετά τάχους του κτήματος και διηυθύνθη προς την κωμόπολιν, εκ της ζάλης του μη ενθυμηθείς ούτε την αξίναν του να λάβη. Ήτο λοιπόν τω όντι αφορισμένος! το εύρημά του, το οποίον είχε γίνει γνωστόν εις την κωμόπολιν, έκαμνε γνωστόν και το κακόν το οποίον εβάρυνεν επ' αυτού!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν