United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τίποτε άλλο. Αλλά τούτο ήτο αρκετόν να τον θεωρήσουν και οι δύο πατέρα των. Τόρα ούτε ο Νάσος ούτε η Μπήλιω ηρώτησαν αυτόν διά ποίαν αιτίαν έφυγεν από την κωμόπολιν κ' έμενεν επί τόσας ημέρας εις την καλύβαν των. Ο Δημήτρης τας πρώτας ημέρας εύρε κάποιαν ανακούφισιν μεταξύ αυτών.

Τω όντι ο Δημήτρης ήτο μακράν της καλύβας. Αφ' ης ώρας εβεβαιώθη ότι ο Νάσος και η Μπήλιω έμαθον την κατάραν που εβάρυνεν επ' αυτού είχεν αποφασίσει να φύγη. Ηννόει μόνος του ότι, όσον και αν τον ηγάπων, δεν ηδύναντο να τον έχουν δίχως ενδοιασμούς και φόβους πλησίον των.

Η βδέλλα από του χειμώνος είχεν αποδεκατίσει το ποίμνιόν του· δεν του έμενον προς πώλησιν παρά δεκαπέντε αρνία, τα οποία ήνωσε με τ' αρνία ενός εξαδέλφου του. Ηκολούθησεν όμως τους λοιπούς, λαβών μαζί του και την Μπήλιω, να ψωνήσουν τας λαμπάδας διά την Ανάστασιν και ό,τι άλλο εχρειάζοντο διά την καλύβην και δι' αυτούς. — Θα νάρθης, παπού; ηρώτησεν ο Νάσος τον Δημήτρη.

Οπίσω ήρχοντο αι γυναίκες πεζή φέρουσαι τα οψώνια και από των ώμων της νάκες με τα παιδία των αι περισσοτέραι. Ο Δημήτρης μόλις είδε τον Νάσον και την Μπήλιω ητένισεν αυτούς εις το πρόσωπον δειλά ως ένοχος τον δικαστήν του. Τα πρόσωπα και των δύο ήσαν αίθρια, διεκρίνετο όμως επ' αυτών τύπος τις αόριστος πικρίας και δυσαρεσκείας. — Καλά μ' έτρωγαν τα φίδια· εσκέφθη.

Όχι δεν έρχομαι, παιδιά μου· ώρα καλή. — Καλό βράδυ. — Κύτταξε να μου φυλάξης το γρέκι! είπεν η Μπήλιω αστειευομένη. Ο Δημήτρης ήτο καθ' όλην την ημέραν ανήσυχος. Τον εβασάνιζεν η ιδέα ότι οι βλάχοι εις την κωμόπολιν ήτο αδύνατον να μη μάθουν τον αφόρισμόν του και άλλα ακόμη εξωγκωμένα.

Καλώς ορίστε, παπού· σαν το κρύο νερό· είπε χαμογελώσα η Μπήλιω και φιλούσα την χείρα του.

Η Μπήλιω, φορούσα στενόν εκ ριγωτού αλατζά φουστάνι, τραγίνην γκιούρντα, φακιόλι εκ κίτρινου ανοικτού χρώματος εις την κεφαλήν, κάλτσες κεντιστές εκ κοκκίνου και μαύρου μαλλιού και χονδρά πλατέα πασουμάκια εις τους πόδας, εξήλθε του μανδρίου ευθύς, κρατούσα εν τη δεξιά υψηλήν, δύο και ήμισυ μέτρων, αγκλίτσαν. — Καλώς τα κάνετε· είπεν ο Δημήτρης, συνηθισμένος εις την βλαχικήν προφοράν.

Ότε οι βλάχοι διεσπείροντο εδώ κ' εκεί με τα πρόβατά των, ο Δημήτρης εκάθητο μετά των γεροντοτέρων και των γραιών ακούων τας διαφόρους διηγήσεις των. Πότε ωμίλει με αυτούς περί των προβάτων και του καιρού, πότε με την Μπήλιω περί των μαλλιών, των μαλλίνων κηλιμίων και των γειτονισσών ποιμενίδων κ' εχόρευε πάντοτε και απεκοίμιζεν εις τας αγκάλας του τον παχουλόν υιόν της.

Είτε κατά την αγοράν των αρνίων, είτε κατά την περιοδείαν των εις τα οινοπωλεία, οι φίλοι μεταξύ των άλλων θα ομιλήσουν και περί αυτού· θα το μάθη ο Νάσος και η Μπήλιω και τότε δεν ήτο να μείνη πλέον εκεί μεταξύ των. — Γρήγορα θα φύγω κ' εδώθε· εσκέφθη μετά πικρίας. Και με αυτήν την σκέψιν δεν ηδύνατο να ησυχάση καθ' όλην την ημέραν.

Αλλ' ο Δημήτρης ούτε εκεί ούτε εις την καλύβαν ήτο. Ο Νάσος εξήλθε, τον εκάλεσεν επανειλημμένως, εσύριξε, τον ανεζήτησεν εις όλας τας καλύβας, αλλά δεν τον εύρε πουθενά. — Έφυγεν είπεν εισερχόμενος εις την Μπήλιω. Και οι δύο ητένισαν επί μακρόν ο ένας τον άλλον, άφωνοι. — Ο Θεός να τον σχωρέση· είπε τέλος η Μπήλιω, ενώ έν δάκρυ έπιπτεν, ως μαργαρίτης, από τους οφθαλμούς της.