United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τίποτε άλλο. Αλλά τούτο ήτο αρκετόν να τον θεωρήσουν και οι δύο πατέρα των. Τόρα ούτε ο Νάσος ούτε η Μπήλιω ηρώτησαν αυτόν διά ποίαν αιτίαν έφυγεν από την κωμόπολιν κ' έμενεν επί τόσας ημέρας εις την καλύβαν των. Ο Δημήτρης τας πρώτας ημέρας εύρε κάποιαν ανακούφισιν μεταξύ αυτών.

Αγνοείται εν τούτοις αν οι παθόντες ετιμωρήθησαν αδίκως, αλλ' όλη η πόλις, εις την περίστασιν ταύτην, ησθάνθη προφανή ανακούφισιν. Ότε δε ο Αλκιβιάδης κατηγγέλθη υπό των ιδίων εχθρών, οίτινες επετέθησαν κατ' αυτού και προ της αναχωρήσεώς του, οι Αθηναίοι ωργίσθησαν σφόδρα εναντίον αυτού.

Ειδόν ποτε μητέρα οικτρώς οδυρομένην επί του τάφου του μονογενούς αυτής τέκνου, και σιωπηλώς και μετά σεβασμού υπό ανεκφράστου βαρυθυμίας κατεχόμενος ετόλμησα να προσέλθω επ' ελπίδι, ότι ήθελον δυνηθή μικράν τινα να προσενέγκω ανακούφισιν εις το αφόρητον άλγος της πενθούσης διά των τετριμμένων εκείνων παραινέσεων, δι' ων συνήθως πειρώμεθα να καταστείλωμεν τας ακαθέκτους εκρήξεις ηπηλπισμένης τινός καρδίας.

Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών.

Η δε γραία κατήρχετο την εσπέραν εις την πόλιν με μεγάλην ανακούφισιν και παρηγορίαν, κομίζουσα τας ευλογίας και τα τρυφερά βλασταράκια «που της εδώρει ο Παπά-Ερημίτης». Ούτως αι θυγατέρες της θειά-Ζωίτσας είχον αποκτήσει εν τοιαύτη αγωγή ουχί τόσον φιλοκόσμους έξεις.

Προσεπάθει τώρα να συνενώση και ταξινομήση τας συγκεχυμένας ιδέας του. Ησθάνετο ανακούφισιν και η νίκη, την οποίαν είχε καταγάγει καθ' εαυτού, τον επλήρου θάρρος. Του εφαίνετο ότι είχε κάμη μέγα βήμα διά να προσεγγίση εις την Λίγειαν και ότι θα αντημείβετο ούτως ή άλλως.

Εν όρθρω τη πρώτη ώρα της ημέρας, τη τρίτη, τη έκτη, τη ενάτη τω εσπερινώ και τω αποδείπνω. — Ούλου διαβάζνι, Μα, έλεγεν η Σοφούλα ενίοτε, θελγομένη εκ της συχνής προσευχής. Σ' νακκλησιά δε διαβάζνι έτσι δα. Εκεί λοιπόν εύρισκε παρηγορίαν και ανακούφισιν η θειά-Ζωίτσα. Και όταν ο γέρων έκαμνε τας ωραίας αγρυπνίας κατά τας μεγάλας εορτάς, ήτο εκ των πρώτων η γραία.

Ποθείτε ανακούφισιν, ανάπαυσιν. Το αισθάνεσθε, και κατακλίνεσθε τέλος, καλούντες εκ μέσης ψυχής τον παρήγορον ύπνον επί τα βλέφαρά σας.

Απεμακρύνθην του παρεκκλησίου αισθανόμενος ακουσίαν ανακούφισιν ότι, έρημον καθώς ήτο το ιερόν της, η Άγια δεν θα ήθελε πλέον να με θεραπεύση. Εκεί παρ' ελπίδα, συναντώ την εξαδέλφην μου Μαχούλαν . . . Ήτο τοιαύτη οποία και προ είκοσι χρόνων, σχεδόν δεν είχε μεταβληθή το πρόσωπόν της, ούτε λευκήν τρίχα είχεν εις την κόμην, ούτε ρυτίδα εις το μέτωπον.

Τώρα ησθάνετο άφατον χαράν, αν την έβλεπεν εις το σπίτι, αν ήκουε την φωνήν και το περιπάτημά της. — Οι Δίκαιοι ζώσιν εις τον αιώνα! Την ανακούφισίν του όμως αυτήν ήλθε να ταράξη ένα απροσδόκητον περιστατικόν εκείνας τας ημέρας, όλως διόλου αιφνίδιον. Εις τα μικρά χωρία γεννώνται εκ του μηδενός μεγάλα ζητήματα, τα οποία φέρουν αναστάτωσιν σεισμού. Άγνωστον πώς και πόθεν.