United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού λοιπόν ετόλμησα να συνάψω τι είναι, δεν αντιφάσκω προς όσα είπα προηγουμένως; Θεαίτητος. Έτσι φαίνεται. Ξένος. Και λοιπόν; Όταν συνάπτω αυτό, δεν ομιλώ περί αυτού ως να είναι ον; Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος. Και πάλιν, όταν το έλεγα ανέκφραστον και απρόφερτον, δεν ωμιλούσα περί αυτού με ενικόν αριθμόν ως να είναι έν; Θεαίτητος. Πώς όχι; Ξένος.

Συνήθως δε οι τοιούτοι εις τας μάχας είνε πελτασταί . Ελέγετο ότι θα μας ήρχοντο και από τα άστρα τα υπεράνω της Καπαδοκίας εβδομήκοντα χιλιάδες Στρουθοβάλανοι και πέντε χιλιάδες Ιππογέρανοι. Αυτούς εγώ δεν τους είδα, διότι δεν ήλθαν• διά τούτο και δεν ετόλμησα να περιγράψω πώς είνε, διότι όσα ήκουσα να λέγωνται περί αυτών ήσαν τερατώδη και απίθανα.

Τίποτε απάνω του δεν έδειχνε την απελπισία, πιστόν καθρέφτη βασανισμένης ψυχής. Όλα του ήρεμα σαν τη θάλασσα που μας εκρυφάκουε. Μόνον τα χείλη του μιαδυο φορές εσπαρτάρισαν άξαφνα, λέγεις και φλόγα ο λόγος έβγαινεν από τα φυλλοκάρδιά του. Ετόλμησα τέλος κάτι να του ειπώ, να του αλλάξω τον νου. — Μα παιδί μου!... Αλλά μόλις άρχισα και βλέπω τον καπετάν Τραγούδα να πηδάη ξαφνισμένος απάνω.

Κατ' αρχάς θα έπαιρνε ξώπετσα το λινό μου ένδυμα, έπειτα θα επανήρχετο διά να την κόψη επιπολαίως. Μολονότι δε η δύναμις του εκκρεμούς και η στερεότης του χάλυβος ήτο τοιαύτη ώστε θα ηδύνατο να διατρυπήση και τους χαλυβδίνους τοίχους, εν τούτοις διά να κάμη την μικράν εργασίαν, την οποίαν προείπα, θα απητείτο χρόνος αρκετός. Δεν ετόλμησα να σκεφθώ περισσότερον.

Ήθελε να ομιλήση, αλλά δεν ηδύνατο να προφέρη ειμή μόνον τ' όνομά μου• Λουκή, Λουκή ! Και έρρεον τα δάκρυά της. Έτεινα τας χείρας. Τας ήρπασε και ηθέλησε να τας φιλήση. Την έσυρα επί του στήθους μου, αλλά δεν την ησπάσθην. Δεν ετόλμησα. Την αυτήν εκείνην νύκτα ανεχωρήσαμεν από Νεοχώρι μετά του Γιάννη. Ο όνος του Παντελή έφερε την Δέσποιναν μετημφιεσμένην ως παίδα χωρικόν, ασφαλείας χάριν.

Διά τούτο ετόλμησα να σύρω εις την θάλασσαν το προ πολλού αργούν επί της άμμου πλοιάριόν μου και μετά πρόχειρον επισκευήν να ανοιχθώ εις πέλαγος. Ας δώσουν δε οι θεοί να πνεύση εκ μέρους υμών ευμενής άνεμος, καθότι τώρα μάλιστα έχω ανάγκην βοηθητικού και ευνοϊκού ανέμου όστις να κολπώση τα ιστία μου, και εάν φανώ άξιος των προσδοκιών σας, να λεχθή και δι' εμέ το Ομηρικόν•

Δεν δύναται κανείς, όσον και αν είνε άπιστος, ν' ακούη απαθώς να τον βεβαιώνουν με τοιαύτα επιχειρήματα περί του προσεχούς τέλους του κόσμου. Μετά την πρώτην συγκίνησιν ετόλμησα να παρατηρήσω προς τον γέροντα: — Αφού θα γίνη μετά τεσσάρας αιώνας, τι μας μέλει; Ας φροντίσουν εκείνοι που θα ζουν τότε. Μήπως εμείς θα ζούμε έως τότε;

Κ' όμως δεν ετόλμησα ούτε το βλέμμα του να αντικρύσω, ούτε ως ξένος άγνωστος της τύχης, το χέρι του να σφίξω. Τι μαρτύριον! Κ ώ σ τ α ς.

Θες να με κουζουλάνης, υγιέ μου, και μου τα λες αυτανά; Για μια ξένη, μωρέ, τυραννάς έτσα τη μάνα σου; — Δεν είνε ξένη. Με τόση αγάπη που μούχει μπορώ να τη θωρώ ξένη; Έτσα που μαγαπά την αγαπώ κ' εγώ, ετόλμησα και είπα.

Παρά την πύλην ίστατο ο γέρων φύλαξ με τας χείρας επί των νώτων. ― Πώς τόσον αργά έξω; μας ηρώτησε. Διά πού; ― Πηγαίνομεν εις την εκκλησίαν, απεκρίθη ο πατήρ μου. Δεν ήτο ούτε ημέρα ούτε ώρα εσπερινού. Δεν ετόλμησα να είπω λέξιν προς τον πατέρα μου, αλλ' ήμην βέβαιος, ότι ο γέρων Οθωμανός ενόησεν ότι φεύγομεν και ότι θα τρέξη να μας καταδώση.