United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πράγματι το 1824 ο κόμης Αντώνιος Ροΐδης ουχί μόνον εφιλοξένησεν εν Ζακύνθω τον πατέρα του συγγραφέως των «Ειδώλων», αλλά και επέτυχεν υπέρ αυτού και των αδελφών του την έκδοσιν Ιονίου διαβατηρίου, διά του οποίου ο μεν Δημήτριος ηδυνήθη να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν, οι δ' εν Σύρω πενόμενοι αδελφοί του εις Σμύρνην, όπου και ηδυνήθησαν να εμπορευθώσι «χωρίς να φοβώνται τους αγρίους Τούρκους».

Ουδέν άξιον απομνημονεύσεως παρέλειψεν. Άνευ υπερβολής δε δύναταί τις να είπη ότι ο αναγνώσας την διά του παρόντος τόμου εγκαινιαζομένην συλλογήν των έργων του Ροΐδου, γνωρίζει τον βίον του καλλίτερον ή ο μελετήσας την ανά χείρας βιογραφίαν. Τα έτη της παιδικής και νεανικής ηλικίας. — Η μετάφρασις του «Οδοιπορικού» Ως ήδη είρηται, ο Εμμανουήλ Ροΐδης εγεννήθη τω 1885 εν Σύρω.

Και τώρα φέβγω! τι πολύ πιο βολετό να σύρω καλιά μου με τους λόχους μου, τι αψήφιστος νομίζω 170 εδώ πως δε θα μάσω βιος και θησαβρό μεγάλοΤότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Ώρα καλή σου αν σ' έπιασε πόθος να πας!

Αλλά σεις, άξιο ζευγάρι, — μπορούσα, κύριοι, να σύρω απάνω σας την οργή της Μεγαλειότητάς του, και να σας αποδείξω προδότες· τώρα δεν θέλω να φανερώσω τα μυστικά. ΣΕΒΑΣΤ. Ο πειρασμός μιλεί μέσα του.

Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά.

Ποτέ, καθ' όλην του βίου μου την διάρκειαν, δεν ενθυμούμαι ζωηροτέραν περίοδον διασκεδάσεων ή τα πρώτα εκείνα έτη της εν Σύρω διαμονής. Είναι αληθές ότι ήμην εις της νεότητος το άνθος τότε. Αλλ' ουχ ήττον, ενθυμούμαι και τους γέροντας μετά των νέων συνευθυμούντας. Προς τα εξημερώματα επήλθεν επί τέλους ησυχία εντός του καφενείου και απεκοιμήθην.

Μία ωραία γέφυρα ήτο επί του ποταμού. Εις την μέσην της γέφυρας ο μικρός Κλώσος εσταμάτησε και είπε δυνατά διά να τον ακούση ο καλόγηρος. — Τι να το κάμω το κιβώτιον αυτό; Είναι βαρύ ωσάν να ήτο γεμάτον από πέτρας. Θα κουρασθώ να το σύρω ακόμη. Θα το ρίψω εις τον ποταμόν. Αν το ρεύμα μου το φέρη, καλά. Αν βουλήση, υπομονή!

Μα όταν έσκυψα 'μπροστά, εσάστισεν ο νους μου· πως μ' έν' αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι; Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα ταγκίστρι για να την νοιώση την πληγή σ' τα σπάραχνά του μέσα, και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τανασέρνω και βλέπω πλούσια πληρωμή σ' τον τόσο μου τον κόπο, ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο.

Η άρρωστη ήτο μόνη στο σπίτι και στο κρεβάτι πλαγιασμένη. Ανασηκώθηκε λίγο το νεκρικό της κεφάλι και τα μάτια της ήσαν γεμάτα θλίψη και φόβο. — Μα όσα μούδωκε η μοίρα μου, είπε, δε φτάνουνε; Έχω κιάλλα να σύρω; — Δεν είν' η μοίρα σου. είπε η μητέρα μου, είν' η κακία σου. Είσαι κακή και διαστρεμμένη και κατά τα έργα σου έχεις και ταποδόματα σου.

Μα πες κι' εσύ το τι θαρρείς, σαν πώς σ'το λέει ο νους σου; Τι εμένα ακράτητη η καρδιά μού λαχταράει να σύρω πέρα στα πλοία ως στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο