United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τι έχεις, Τουανέττα; γιατί κλαις; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αλλοίμονο! έχω να σου πω μια θλιβερή είδησι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ε! Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πατέρας σας . . . . πέθανε . . . . ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ο πατέρας μου πέθανε; Τι λες, Τουανέττα; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, κυττάχτε τον εκεί. Τώρα μόλις εξεψύχησε, ύστερα από μια λιποθυμία, που τον έπιασε. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! Θεέ μου! τι δυστυχία! τι σκληρό κτύπημα!

Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο. — Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν. — Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι, Κρατήρα.

Έβαλε ταυτί του στο στήθος της. . έπειτα έβγαλε κ' είδε το ρωλόϊ του., και της έκλεισε τα μάτια. . . Ζωή σε λόγου σου, είπε σκουντώντας το Νίκο απ’ τον ώμο. Σαν είδε που δεν κουνήθηκε ο Νίκος από κει πούτονε γονατιστός με το πρόσωπο απάνω στο χέρι της Βεργινίας, τον έπιασε με τα δυό του χέρια απ’ τις αμασχάλες και τονέ σήκωσε ορθόν. Έλα, άντρας είσαι! Αυτά έχει ο κόσμος.

Όσο για πουλιά και πολλά ήρθανε κι αρκετά έπιασε, ως που κουράστηκε πολύ να τα μαζεύη και να τα σκοτόνη και να μαδάη τα φτερά τους.

Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που αντραλωμένος ήλθε κατά γης.

Εγώ όμως, αντίθετα, έπεσα ακόμη πιο χαμηλά, πιο χαμηλά… Με έπιασε όμως κάτι σαν τρέλα. Τώρα όμως άνοιξα τα μάτια και βλέπω πού βρίσκεται η πραγματική σωτηρία.

Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο. — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό. — Έτοιμα. — Φόρα την άγκυρα.

Μα τον Αϊνικόλα τόκοψατου κάνω· τράβα! Τ' ήθελες να τ' αποκόψω για να με πλάκωση από κάτω. Δυο τραβήγματα θέλει και θα 'ρθη με τις ρίζες του. Αρχίζουμε πάλι το τράβηγμα. Κάπου μια ώρα έτσι αγωνισθήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κ' ετριζοβόλουν σαν οξιές ανεμόδαρτες. Πείσμα έπιασε τους ναύτες τόρα και αντρειεύονταν σαν ξωτικά.

Ένας Μαύρος άρπαξε τη μητέρα μου από το δεξί μπράτσο· ο υπολοχαγός του καπετάνιου μου την κρατούσε από το αριστερό· ένας μαύρος στρατιώτης την έπιασε από τόνα πόδι, ένας από τους κουρσάρους την κρατούσε από τ' άλλο. Όλες μας οι κοπέλλες βρεθήκανε σε μια στιγμή να τραβιόνται από τέσσερις νομάτους. Ο καπετάνιος μου μ' έκρυβε από πίσω του.

Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο. — Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο.