United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.

Νά, τώρα που χάραξε θα βγουν. Η Μαργαρώ ακούσασα αυτήν την διάλεξιν έπαθεν εκ της συγκινήσεώς της μυστηριώδη τινά παρακώλυσαν νευρικήν στιγμιαίαν. Δεν ηδύνατο να φωνάξη, δεν ηδύνατο να σηκωθή. Και οι λαλούντες έξω, απεμακρύνοντο. Δεν επέρασε διόλου από τον νουν της ότι έσκωπτον αυτοί οι άνθρωποι τοιαύτην ώραν και τοιαύτην ημέραν.

Είνε αληθές ότι η ανεψιά του που τον υπηρετούσε τώρα εις την χηρείαν του, τον γέροντα, μία έξυπνη γυναίκα άγαμος, κάτι ακούσασα εις τον φούρνον, οπού φωνάζονται όλα τα μυστικά των χωρίων, το εψιθύρισεν εις τον γέροντα, αλλ' εκείνος δεν έδωκε προσοχήν.

Δε μπορώ, απήντησεν η Πηγή και ακούσασα βήματα απεμακρύνθη. — Καλά, θα το μετανοιώσης, είπεν ο Μανώλης τρεπόμενος προς αντίθετον διεύθυνσιν. Αλλά το έλεγε χωρίς πεποίθησιν, διότι ενόει ότι μάλλον αυτός θα μετενόει. Η ιδέα ν' απαρνηθή την Πηγήν του εφαίνετο τώρα αδύνατος. Αλλά και αν του επήρχετο τοιαύτη ιδέα, έν βλέμμα της Πηγής ήτο αρκετόν διά να τον επαναφέρη εις την αγάπην της.

Και πλαντασμός! . . . προσέθηκε μετ' ειρωνείας η Φραγκογιαννού. Η λεχώνα εξαφνίσθη μέσα στον ύπνο της, ακούσασα ίσως τον βήχα του μικρού, και άμα τον αλλόκοτον βραχύν διάλογον, όστις διημείφθη μέσω του ξυλοτοίχου, μεταξύ του κοιμωμένου και της αγρυπνούσης. — Τ' είναι, μάνα, είπεν ανασηκωθείσα η Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί; Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.

Συναλλαγματική διά δέκα αγγλικάς λίρας από την Αμερικήν, είπε καθαρά τη φωνή, πού ευρέθη εδώ; Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ- Μαργαρίτη; — Για δέκα λίρες! επανέλαβεν αυθορμήτως η Αχτίτσα, ακούσασα ευκρινώς την λέξιν. — Ναι, διά δέκα αγγλικάς λίρας, είπε και πάλιν στραφείς προς αυτήν ο Ερμουπολίτης. Μήπως είνε δικό σου; — Μάλιστα.

Έλα εδώ να ιδής, ποιά σου έκλεψε τα ρούχα σου. Ακούσασα την πρόσκλησιν ταύτην η άλλη γυνή δεν έχρηζε μεγάλης νοημοσύνης όπως εννοήση. Έσπευσε να φθάση εντεύθεν του φράκτου, και έρριψεν άπληστον βλέμμα επί του κανίστρου της Αϊμάς. Χωρίς δε να ερευνήση προσεκτικώτερον, ενόμισεν ότι εβεβαιώθη περί του πράγματος, διότι η σύμπτωσις κατέπληξεν αυτήν.

Τοσούτον δ' είχε κυριευθή υπό της ιδέας αυτής η λυγερή ώστε ανεπήδησεν έντρομος, ακούσασα αίφνης την φωνήν του ανδρός της και εις την πρώτην αυτής ορμήν, δεν εσκέφθη τι άλλο ειμή να συσπειρωθή εις μίαν γωνίαν, όπως οι Πρωτόπλαστοι μετά το αμάρτημα, ακούσαντες την φωνήν του Θεού. — Ε, Σμάλτω· δε γροικάς, ορή! ηκούσθη πάλιν απ' έξω η φωνή του Στάθη, ανυπόμονος.

Τι λέει;... θα πάνε στο Κάστρο;... Κι' άρχισες τα κλάμματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θα με πάρουν κ' εμέ μαζί... θα με πάρετε, μα;... — Σουτ! Λ'φάξτε! είπεν αυστηρώς η παπαδιά. — Τι τρέχει; είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας. — Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς· ησύχασε.

Η δε Τόμυρις, ακούσασα ότι ο Κύρος απέρριψε τας προτάσεις της, συνήθροισεν όλας τας δυνάμεις των Μασσαγετών και τον επολέμησεν. Υποθέτω ότι η μάχη αύτη ήτο η μάλλον ισχυρά από όσας εγένοντο μεταξύ βαρβάρων, και ήκουσα ότι εγένετο ως εξής.