United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κύτταξε, είπε, θέσας επί της τρύπας τον δάκτυλον. Του κάκου! Χρειάζεται νοικοκυρά εδώ. Δεν έχει άλλο! Πρέπει να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού συνέστειλε τους ώμους ωσάν έλεγε: Παραλογίζεται ο κύριός μου. — Εκατάλαβες τι είπα; Σκοπεύω να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού εμειδίασε. — Τι γελάς; Το απεφάσισα! θα 'πανδρευθώ. Η γραία τον ητενίσεν απορούσα. — Μάλιστα! θα 'πανδρευθώ! θα πάρω γυναίκα!

Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς. Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν. Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς. Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κ' εμειδίασε.

Ο Πετρώνιος δυνατόν να ενόμιζεν ότι είχεν έμπροσθέν του άγαλμα εκ μαρμάρου. — Ευνίκη, είπε, θέλω να αποθάνω εν γαλήνη. Εκείνη εμειδίασε σκωπτικώς. — Εννοώ, αυθέντα. Την εσπέραν οι κεκλημένοι συνέρρευσαν αθρόως. Ήξευρον ότι εν συγκρίσει προς τα συμπόσια του Πετρωνίου, τα του Νέρωνος ήσαν ανιαρά και βάρβαρα. Αλλ' ότι τούτο έμελλε να είνε το τελευταίον του συμπόσιον, δεν το εφαντάζετο κανείς.

Κάλυψε μόνον τον στωικισμόν μου, ω Ακτινοβόλε, κάλυψέ τον με στέφανον ρόδων και θες έμπροσθέν του ένα αμφορέα οίνουκαι αυτός θα ψάλη τον Ανακρέοντα ώστε να κάμη να σιγήσουν οι Επικούριοι. Ο Νέρων ευχαριστηθείς από τον τίτλον «ακτινοβόλος» εμειδίασε και είπε: — Μου είσαι αρεστός. — Αυτός ο άνθρωπος είναι τέλειος; ανέκραξεν ο Τιγγελίνος.

Ενώ δε εβάδιζε, κάτι έλεγε και προς έν των προσώπων της ακολουθίας της, αλλά δεν γνωρίζω τι έλεγε, διότι δεν ωμίλει μεγαλοφώνως. Όταν δε εμειδίασε, Πολύστρατε, έδειξε κάτι δόντια, που δεν δύναμαι να σου παραστήσω την λευκότητα, των, την συμμετρίαν και την συναρμογήν.

Η νεαρά γυνή, αφού εκάθισεν, ως συνέχειαν της προ μικρού εκφρασθείσης ανησυχίας της περί αναζητήσεως της βάρκας εκ μέρους του ιδιοκτήτου, ευθύμως εξέφερε και την σκέψιν της ταύτην: — Ο καραβοκύρης θα γυρεύη τη βάρκα του, κι' ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα γυρεύη το Λιαλιώ του. Ο νέος εμειδίασε. Μπάρμπα-Μοναχάκης ήτο το όνομα του συζύγου της. Λιαλιώ εκαλείτο η ιδία.

Αλλ' ούτος, ο οποίος συνείθισε να βλέπη τα πράγματα υπό την απλουστάτην αυτών μορφήν, ως φαίνονται εξωτερικώς, επίστευσεν εις την γαλήνην εκείνην και ηθέλησε να ωφεληθή της περιστάσεως· τόρα, ότε τον εύρεν εις την καλήν του, να λάβη και την συγχώρησιν. — Καϋμένε Μάρτη, είπε μ' επίπλαστον συμπάθειαν· σώκαμα ένα κακό σήμερα χωρίς να θέλω. Ο Μάρτης εμειδίασε πονηρώς. — Τι κακό; ηρώτησε με απορίαν.

Δεν τον γνωρίζω. — Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας. — Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν; — Τον Βινίκιον; . . . Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον. — Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου; — Ναι. — Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς. — Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον.

Τότε ο Ζευς εμειδίασε και χαλαρώσας ολίγον το συνοφρύωμά του, είπε• Τι να λέγωμεν τώρα περί του Ώτου και του Εφιάλτου όταν και ο Μένιππος ετόλμησε ν' ανέλθη εις τον ουρανόν; Αλλά θα σε φιλοξενήσωμεν αφού ήλθες, αύριον δε θα σου δώσωμεν τας πληροφορίας διά τας οποίας ήλθες και θα σε αποπέμψωμεν.

Ο Γιάγκος ανοίγει το γράμμα και αναγινώσκει· Ευγενέστατε κύριε. Η τιμή μου είνε εις χείρας εχθρού μου. Πού να φαντασθώ ο ταλαίπωρος, ποία ημέρα μου εξημερόνει. Διά σας εμειδίασε σήμερον η τύχη δι' εμέ, αλλοίμονον! η τύχη δεν έχει πλέον μειδιάματα. Δι' εκατόν δραχμάς γελοίας, δι εκατόν γελοίας δραχμάς κινδυνεύει η προσωπική μου ελευθερία. Αυτάς τας δραχμάς τας ζητώ από σας.