United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ σταμάτησε η Έλσα κι άρχισε να ψάχνη στους κορμούς των δέντρων. Κι όταν την είδα να γυρεύη κάτι εκεί, ξύπνησε μέσα μου και μένα κάποια θύμηση κοιμισμένη πολύν καιρό, τόσο ώστε μόλις μου ήρθε μια φορά στο νου στο διάστημα έντεκα χρόνων. Είταν ένα βράδι, τότε που κατοικούσαμε σε κείνο το σπιτάκι που τώρα γκρεμίστηκε, ένα αυγουστιάτικο βράδι.

Τόσο μάλιστα εύκολο το θαρρούσε, που αν τύχαινε και ταξιδεύαμε μαζί του γνωρίζοντας μονάχα όσα γνώριζε, κι ως τόσο τονε βλέπαμε να ξεκαβαλλικεύη με την ησυχία του έξω από το Αποδούλο και να γυρεύη Κυκλώπων τοίχους και Βενετιάνικους πύργους, γλήγορα θα λέγαμε πως ήρθε κι άλλος τρελλός από τη Φραγκιά.

Μικρά μεγάλα λόγια χαμένα... τέτοια τα δείχνει ο νους σ' εμένα. Ό,τι εκείνος θαρρεί πως πρέπει και πως ταιριάζει με το εγώ, τούτο καθένας καλόν το βλέπει και τούτο θέλω και κυνηγώ. Ο νόμος γράφει «ποτέ μην κλέψης μηδέ πεντάρα, μηδέ βελόνι», αλλ' όταν έλθουν τοιαύται σκέψεις καθείς τον νόμο τον φασκελόνει. Γιατί αλήθεια πάντα καθένας να γυρεύη εκείνο που ο νόμος σαφώς απαγορεύει;

Παρά όποιος βρωμόγλωσσος τάβγαλε, αυτός ας πηγαίνη κι ας γυρεύη από το Θεό συχώριο. Κ' έκαμε να τον τραβήξη προς τα κάτω μαζί του. — Πιστεύεις δεν πιστεύεις, Μιχάλη, εδώ δεν έχει. Πρέπει να σου ανοίξω τα φυλλοκάρδια μου μπροστά στο Θεό, και να τα δης. Έπειτα δεν είσαι μονάχα εσύ, είνε και ταδέρφια σου, το συγγενολόγι μας όλο.

Κι όλοι γύρω γελούν σα διαβαίνω και με σπρώχνουν παντού όπου ρωτώ, με θωρούνε γυμνό, πεινασμένο, ξένο, αλήτη με λεν, περιττό. Και βρισμένος, διωγμένος, πιο πέρα λαχταρώντας το τρέχω ολημέρα. Και η ψυχή πάντα μέσα μου λιώνει, άλλο πια δε βαστά το κορμί να γυρεύη όπου φτάνει όπου σώνει το ψωμί, το γλυκό το ψωμί. Αχ, ως ήρθα απ τη γη θα περάσω τον καημό του χωρίς να χορτάσω.

ΕΥΝΙΚΗ. Μόλις μπορεί κανείς να ξεχωρήση. . . Πού είνε;. . . Δεν τον βλέπω. . . Κι' η λυχνία θε να σβύση. ΑΓ. ΔΗΜ. Αυτή! Αυτή! Τ' ήρθες εδώ να κάνης;. . . Όχι! δε θα σ' αφίσω να πεθάνης. Κανείς αμπέλι δεν φυτεύει χωρίς απ' τον καρπό του να γυρεύη και τη δροσιά. . . ΑΓ. ΔΗΜ. Τι θες μ' αυτά να πης τα λόγια; ΕΥΝΙΚΗ. Ω! με καταλαβαίνεις.

Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλοια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύη να κυβερνήση την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζη κιόλας έτσι μωρό παιδί μ' άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιή δεν δενήθηκε. Το φυσούσ' αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα.

Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κ' η καρδιά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώση, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύη λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ' όλο το αίμα της και μ' όλη της την ταπείνωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλη στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε».

Τι παράξενη νύχτα και τι κρύο σκοτάδι, σα να γερνούνε στον αέρα φαντάσματα. Ας κάμουμε το σταυρό μας κι ας μείνουμε δω καμμιάν ώρα, ώσπου να λαλήξη κι ο πετεινός. Περμ. Να πάη, λέει, ολομόναχη στο κοιμητήριο και να μυρολογάη απάνω από τα παιδιά της, κ' ύστερα να γυρεύη να γκρεμιστή! Κι ας την πάνε στο Μοναστήρι μια και καλή την κακόσυρτη, νάχουν την έννοια της οι καλόγριες. Πιπ.

Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.