Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: — Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! — Και σ' έδωκε μια πεντάρα, και μ' εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε: — Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! — Πού το ήξευρε, πως ύστερ' από τρεις μήνες θε να σ' άφην' ορφανό!
Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά. έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν, με μεγάλους μεγάλος περνά και καυχάται πως έχει και νουν. Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι, ποία φύσις τριγύρω πεζή! Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη, πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη; Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι, και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις; πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι, παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.
Αν μπορής, κάνε μου και τους άλλους καμπούρηδες να περιγελάμε τους ίσιους, που θ' απομείνουν!» Τέτοιο μαράζι τον έτρωγε τον Λαζαράκη. Και όλη την ώρα, που περπατούσε σκυφτός έσπαζε το κεφάλι του πώς να εκδικηθή τους ίσιους ανθρώπους, πώς να βγάλη το άχτι του. Ένα πρωί πήρε λίγα παραδάκια, που είχε μαζέψει πεντάρα με την πεντάρα, και πήγε σ' ένα μαρμαρά: «Άκουσε δω, παλικάρι, του λέει.
Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του, όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και νάκανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνη ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε...» κ' έκοβε την κουβέντα.
Έσωσα πες το κάρβουνό μου, έσβυσαν οι φωτιές, εκρύωσαν τα λεβέτια κ' εστάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσίς του δρόμου ν' αφήσω την αδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόρα — ώρα μου· δεν δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα και ας έρθη το γρηγορώτερο. Κ' εστύλωσε τα μάτια του πάλι στο κύμα με κάποια έκφρασι σιγαλού πόθου, λέγεις κ' επερίμενεν απεκεί την απολύτρωσι.
Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι' όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα. — Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω. — Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.
Αν δεν εγίνοντο αυτά, σε ποιο σημείο θα εφθάνατε; Πρέπει να διευκολύνετε τα πράγματα· άλλως τε δε θα κάναμε τίποτα και δε θάδινα ούτε μια πεντάρα για το επάγγελμά μας. ΑΡΓΓΑΝ Η γυναίκα μου, κύριε, μου είχε πει πως ήσαστε πολύ επιτήδειος και πολύ τίμιος άνθρωπος. Τι μπορώ, σας παρακαλώ, να κάνω για να της δώσω την περιουσίαν μου και να την στερήσω απ' τα παιδιά μου;
Ο κόσμος ας κινείται και τούτο το Βασίλειον, ας στρέφετ' αιωνίως η γη περί τον ήλιον, κι' εκείνος περί ταύτην ας κινηθή αν θέλη... δι' όλας τας κινήσεις πεντάρα μη σε μέλη. Ατάραχος θεώρει του κεραυνού το βέλος, του κόσμου τα βιβλία εις τα σκουπίδια όλα, κι' ενόσω την αρχήν του δεν βλέπεις και το τέλος υπόμενε, ανέχου, ανθρώπους γεννοβόλα.
Ξέφραγο ήταν το χτήμα κι αράδιαζαν οι στρατοκόποι μερόνυχτα. Εκείνος τους έβλεπε και δεν έδινε πεντάρα. — Ας πάρη ο κοσμάκης, έλεγε στη μάννα του που του παραπονιόταν βρίσκει και παίρνει. Γιατί ο Θεός έκαμε τους πλούσιους, παρά για να κυβερνιώνται οι φτωχοί; Μα σαν έβλεπε κανένα ζωντανό της Ελπίδας φρένιαζε από το κακό του.
Το μικρό και αρρωστιάρικο σώμα του, τάραζε σπασμωδικά και στα μάτια του τα καστανά έτρεμαν δυο δάκρυα. Τώρα δεν είχε τίποτα από τη σοβαρή αξιοπρέπεια που φορούσε για τήβεννο σοφίας απάνω του από μικρός. Ήταν ένα τσαχπίνικο παιδί που δε δίνει μια πεντάρα έξω από τη ζωούλα του. Τόσο αστείοι του φαίνονταν οι φόβοι τ' αδερφού του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν