United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάμπος βαθύς και δεντροσκέπαστος, βουνά παρακείθε αραδιασμένα σαν κύματα γιγαντένια, από τα δεξά γάλα η θάλασσα με δυο ρημονήσια παράπλευρα στη στεριά, δίπλα στακρογιάλι τόμορφο το χωριό, που φέγγανε τα σπίτια του σα γλάστρες με τα λουλούδια, και τέλος καταμεσίς στα σπίτια εκείναπαράξενο θάμα! — βράχος που στεκότανε σαν κολοσσός δίχως ταίρι, ουρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη μήτε συμμετρία, κι ως τόσο μεγαλείο που σέκαμνε καί τονε σεβούσουνα.

Εκροτάλιζαν &κρι-κρι-κρίκ, κρι-κρι- κρίκ&, τατσαλένια ζίλια στα δάχτυλά της ανάμεσα. Εβοηθούσε ε-ε-έ, ε- ε-έ , να τη σιγοντάρη ο Σαντουριέρης παράτονα, κακόηχα, δυσαρμονικά. Άλλαξε τόρα ο χαβάς. Άλλαξε κι αφτή το χορό της. Στρωτόν τόρα, αργοκίνητον τόρα, ήσυχον. Εστεκόταν στη μέση καταμεσίς στο πάλκο. Με τα όργανα σύφωνα, εχόρεβε στον τόπο της τόρα.

Έσωσα πες το κάρβουνό μου, έσβυσαν οι φωτιές, εκρύωσαν τα λεβέτια κ' εστάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσίς του δρόμου ν' αφήσω την αδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόραώρα μου· δεν δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα και ας έρθη το γρηγορώτερο. Κ' εστύλωσε τα μάτια του πάλι στο κύμα με κάποια έκφρασι σιγαλού πόθου, λέγεις κ' επερίμενεν απεκεί την απολύτρωσι.

Στάθηκα καταμεσίς στη σάλα και τήραξα τις ώμορφες ζωγραφιές του τοίχου, τ' άστρα του ταβανιού, ταγγελούδια στις αγκωνές. Τήραζα και θάμαζα τις αέρινες κουρτίνες, τους μεγάλους καθρέφτες, τους καναπέδες και τ' ακριβά τους γεμίσματα. Έλεγα πως είμουν μέσα σε ναόναό της φαμίλιας μου. Και την άκουσα τότε τη φωνή του, μυστική και πρόσχαρη σα φωνή της ευτυχίας.

Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγολίγο σχεδόν το εκατόρθωσα.

Οι δύο εβάσταγαν τις άκρες της θηλιάς, που είχαν σε ένα μακρύ χοντρό σκοινί δεμένη. Ο ένας τη μια άκρη το σκοινί, ακουμπημένο σίγουρα στης μιανής ελιάς τη ρίζα. Ο άλλος την άλλη άκρη το σκοινί, στης αλληνής ελιάς τη ρίζα ακουμπημένο. Η θηλιά έπεφτε στη μέση χάμου, καταμεσίς στο μονοπάτι. Ο τρίτος με τη βαριά στα χέρια.

Το καλοκαίρι ήτανε ίσκιος και την άνοιξη λουλούδια και το χυνόπωρο και σε κάθ' εποχή πωρικά. Απ' εδώ φαινότανε καλά ο κάμπος και μπορούσανε να βλέπουν αυτούς που έβοσκαν· φαινότανε καλά κ' η θάλασσα κ' έβλεπαν όσους ταξιδεύανε γιαλό-γιαλό. Κ' έτσι αυτά προσθέτανε στην ομορφιά του περιβολιού. Και καταμεσίς του περιβολιού στο μάκρος και πλάτος ήτανε ναός του Διόνυσου και βωμός.

Γιατί; γιατί και συ, Θανάση, δεν ακούγεσαι; Πού είνε η χρυσή Φωνή σου απόψε που συχνά τη λίμνη χαιρετούσε Κ' η λίμνη σε χαιρότουνε και σου χαμογελούσε; Γιατί 'σάν δίχως όρεξι καταμεσίς ξαπλώνεσαι Κ' ακουμπισμένοςτους σκαρμούς τα μάτια στηλωμένα Έχεις 'ψηλάτον ουρανό, 'σάν τ' άστρα ένα-ένα Ν' αναμετράς; Για το μικρό χωριό σου μη σε πόνεσε Μήνα για τον πατέρα σου τ' αδέρφια σου Θανάση; .. Ω μη! μη συκλετίζεσαι.

Παιδί μου το βασιλόπουλο· παιδί μου και ο νόμος. Το βασιλόπουλο αδίκησε το νόμο· εκείνος θα χάση το βασιλόπουλο. Επήραν τον μονάκριβο βλαστό, στ’ άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από τη ρίζα του. Τόρα καταμεσίς του Λιβόρνου οι αράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις αλυσίδες στο λαιμό βαριές, αιώνιο βάσανο της μαύρης ψυχής τους.