United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στέκουνταν ασάλευτος, ανάσαστος, τα μάτια στηλωμένα απάνω της, μισανοιγμένα τα γελαζούμενα χείλη του, ως είκοσι βήματα μακριά. Δεν του ξέφυγε μήτ' ένα της κίνημα. Όλα τα είδε, ταποκαμάρωσε, τάννοιωσε. Ίδρος ψιλός τον περέχυνε τότες που η Ασήμω κοίταζε το σταφύλι. Σύφλογη λαχτάρα τον περιτύλιξε και του στέγνωνε το λαρύγγι.

Τόσος θόρυβος εγίνετο, ώστε το κανάρι εξύπνησεν εις το κλουβί του, και ήρχισε να κελαδή και να λαλή στίχους. Μόνον δύο δεν εσάλευαν από την θέσιν των: ο χωλός στρατιώτης, και η χορεύτρια, η οποία εξηκολούθει να στέκη εις την άκραν των δακτύλων του ενός της ποδός και να τεντώνη τα δύο της χέρια· ο δε στρατιώτης είχεν όλην την ώραν τα μάτια του στηλωμένα επάνω της.

Γιατί; γιατί και συ, Θανάση, δεν ακούγεσαι; Πού είνε η χρυσή Φωνή σου απόψε που συχνά τη λίμνη χαιρετούσε Κ' η λίμνη σε χαιρότουνε και σου χαμογελούσε; Γιατί 'σάν δίχως όρεξι καταμεσίς ξαπλώνεσαι Κ' ακουμπισμένοςτους σκαρμούς τα μάτια στηλωμένα Έχεις 'ψηλάτον ουρανό, 'σάν τ' άστρα ένα-ένα Ν' αναμετράς; Για το μικρό χωριό σου μη σε πόνεσε Μήνα για τον πατέρα σου τ' αδέρφια σου Θανάση; .. Ω μη! μη συκλετίζεσαι.

Ταγριεμένα τα κύματα; Τα θολωμένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κ' έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ' αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους είτανε στηλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ' ανοιγμένα πανιά. Η γολέττα, η άγκουρά της, ταμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ' η θάλασσα. Είταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω.

Μικρό ξετίναμα και τίποτις άλλο. Έμειναν τα μάτια στηλωμένα, θαμπά. Σηκώθησαν όλοι, έτρεξε ο νωνός στου γιατρού, ήρθε ο γιατρός, την είπε συγκοπή της καρδιάς. Οι γειτόνισσες την είπανε χολόσκαση . Την έκλαψε ο χρυσός ο Μαυρουδής κάμποσο τη γυναίκα του. Την έκλαψε κ' η Σμαράγδα.