United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ιζόλδη το πρόσεξε και είπε μέσα της. «Γιατί τάχα να γέλασε αυτός ο ξένος; Μήπως έκανα τάχα τίποτε που να μη στέκη; Μην παραμέλησα καμμιά από της περιποιήσεις που μια κόρη ώφειλε να του κάμη; Ναι, ίσως να γέλασε επειδή ξέχασα να γυαλίσω τα όπλα του που τα μαύρισε το δηλητήριο».

Αλλά εκατόρθωνε να στέκη με το έν ποδάρι τον, καθώς οι εικοσιτέσσαρες αδελφοί του με τα δύο των. Αυτός λοιπόν, ο εικοστός πέμπτος, έγεινε περίφημος, καθώς θα σας διηγηθώ τώρα. Εις την τράπεζαν επάνω, όπου ήτο ο στρατιώτης αυτός, ήσαν διάφορα άλλα παιγνίδια. Το καλλίτερον όμως από όλα ήτο ένας χάρτινος πύργος. Από τα παράθυρα του εφαίνετο μέσα η αυλή.

Σεις δε, νεάνιδες, λάβετε την εις τας αγκάλας σας διά να καταβή εκ της αμάξης. Δόσατέ μου τώρα τας χείρας σας να στηριχθώ καταβαίνουσα κ' εγώ. Σεις αι άλλαι σταθήτε εκεί παρά τας κεφαλάς των ίππων, ίνα μη τρομάξουν μη βλέποντες κανένα να στέκη πλησίον των. Σηκώσατε και τον μικρόν αυτόν Ορέστην, τον υιόν του Αγαμέμνονος.

Αν τον κοίταζα, έβαζε το δάχτυλο στο στόμα κ' έλεγε «Σστμε μιαν έκφραση στο πρόσωπο, που έδειχνε πως γνώριζε τη δύναμή της και ταυτόχρονα τόσο αθώα, ώστε άφινα την πέννα χωρίς να θέλω. Αν όμως δεν τον κοίταζα, τότε ερχότανε σιγά σιγά στο τραπέζι κ' έστεκε κοντά μου. Μπορούσε να στέκη πολλή ώρα υπομονετικά εκεί· κι όταν είχα τη δύναμη να κάνω πως δεν τον ένοιωσα, έφευγε πάλι τόσο σιγά όπως ήρθε.

Οι ιατροί γνωρίζοντάς την αιτίαν της αρρώστιας της, είπαν του βασιλέως, ότι όλα τα ιατρικά τους ήτον ανωφελή, και ότι η βασιλοπούλα απέθνησκεν αν στέκη στερεός διά να την υποχρεώση να στεφανώση τον βασιλέα της Θέμπας.

Κιόταν έφευγε, τον ακολούθησε και τούπε: — Δε μου λες, δάσκαλε, κιαμιά γυναίκα δε φαίνεται στα χαρτιά σου κοντά στο παιδί μου; — Δεν ήθελα, μπρε, να σου το πω· μα μια και με ρωτάς, θα σου πω την πάσαν αλήθεια. Κοντά στη μοίρα του παιδιού σου είδα να στέκη μια γυναίκα, μακρά κιαδύναμη. Ο μοιράρης, ως χωριανός, βέβαια κάτι θάξερε για το μάλωμα της μάνας μου και της κόρης του Δεσποινιού.

Καθώς η βασιλοπούλα είχε συνήθειαν κάθε ταχύ να πηγαίνη εις το λουτρόν διά να λούεται και να στέκη εκεί έως εις το γεύμα περιδιαβάζοντας με τες σκλάβες της, η Σουλταμεμέ εστοχάσθη ότι εκεί που το λουτρόν ήτον τόπος διά άλλες κουβέντες, να της διηγήται τας ιστορίας που ήξευρε, με τες οποίες ήθελε την καταπείση και την φέρη εις αίσθησιν διά να κλίνη εις υπανδρείαν και έτσι αποφασίζοντας την ακόλουθον ημέραν, που η βασιλοπούλα απολούσθη, η βάγια της τής είπεν· ήξευρε ω κυρία μου, ότι μου ήλθεν εις τον νουν μου μία ιστορία γεμάτη από διάφορα συμβεβηκότα, και ανίσως αγαπάς θέλω σου την διηγηθή, η οποία ελπίζω ότι θα σου προξενήση πολλήν ηδονήν.

Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται.

Αυτός ήτον ο αμαξάς εκείνης της καρρότσας, που είχα ιδεί να στέκη απ' έξω εκεί. Κατάλαβα τι έτρεχε. Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι, κ' είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρρότσα, κι' ο άνδρας μου, που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους. Πριν φύγουν, ηθέλησαν σαν καλοί χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.