United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με το μέσο της αγάπης της μητέρας του γνώρισε ο μικρός Σβεν όλον τον κόσμο γύρω του κ' επειδή αυτή η αγάπη ταίριαζε με τη δική του φύση, τη γεμάτη τρυφερή αφοσίωση, όπως κι αυτός ταίριαζε με κείνη, που κάθε μέρα του έδινε κάτι νέο, όλο και κάτι περσότεροέτσι ο Σβεν δεν μπορούσε να σκεφτή διαφορετικά παρά να εκφράζη φυσικά κι απλά, όπως του ερχότανε, καθετί που σάλευε, μεγάλωνε και ρωτούσε μέσα του.

Εννοείται πως η μαμά αγαπούσε την αρρεβωνιαστικιά του Σβεν τουλάχιστο όσο κι αυτός κι όταν ερχότανε κ' ήθελε να πάρη το Σβεν κι ο Σβεν δεν ήθελε ναφήση τη Μάρθα, τότε η μαμά έπαιρνε και τους δυο αρρεβωνιασμένους από το χέρι κ' έπαιζε μαζί τους και γινότανε η εμπιστεμένη τους.

Παρακάλεσε το χάρο ναρθή να το γλυτώση απ' τα βάσανά του. Μα ο χάρος δεν ερχότανε. Τότε πήρε το ραβδί του, σηκώθηκε με κόπο απ' το χώμα και ξεκίνησε στον καινούριο δρόμο. Τα λουλούδια και οι κύκνοι του περιβολιού τον βλέπανε, που ανέβαινε το έρημο μονοπάτι. Ύστερα τον εχάσανε. Και ρώτησαν τα λουλούδια κ' οι κύκνοι τα ψηλότερα δένδρα: — Περπατάει ακόμα;

Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρανα δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.

Έπειτα ερχότανε σε μένα κ' έλεγε: — Πόσο λυπούμαι τη μαμά. Ο Ούλοφ έμενε ησυχότερος και προσπαθούσε να μιλή μαζί μου, σα να είταν όλα όπως έπρεπε να είναι.

Μα σαν τάκουσε κρυφά όλα όσα ειπώθηκαν ο Εύδρομος κ' επειδή από τη μια μεριά αγαπούσε το Δάφνη γιατί ήτανε τίμιο παλληκάρι κι από την άλλη του ερχότανε κακό να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα τέτοια ομορφιά, αμέσως τα λέει όλα ένα προς ένα σ' εκείνον και στο Λάμωνα.

Ο Τριστάνος είχε πολύ αδυνατίσει και δε μπορούσε πεια να μένη στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' από πολλές μέρες κλεισμένος στο παλάτι έκλαιγε για την Ιζόλδη που δεν ερχότανε. Τσακισμένος, παραλυμένος, θρηνεί, αναστενάζει. Λίγο θέλει για να πεθάνη από τον καϋμό του. Επί τέλους, φύσηξεν ο άνεμος και φάνηκε το άσπρο πανί. Τότε η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια εκδικήθηκε.

Μα ο παινεμένος σύντροφος του Δομενιά, ο Μηριόνης, πιο πίσω, ως πες μια κονταριά, πιλάλαε απ' το Μενέλα, τι πιο αργοκίνητα αλόγα αφτός τραβούσε απ' όλους, 530 όντας κι' ατός του ακάτεχος σ' αμαξοσύνης τέχνες. Κι' ο γιος τ' Αδμήτου ερχότανε στερνός ξεμεινεμένος, και θώραες πέρα τ' άλογα που τούσερναν τ' αμάξι.

Εγώ πίστευα όσα ήκουα· αλλά συνάμα μου ερχότανε η απορία, τι ευχαρίστηση είχεν ο δαίμονας και με τόση επιμονή ήθελε να κατοικά στην κοιλιά ενός ανθρώπου, σένα μέρος τόσο στενόχωρο κεπί τέλους όχι καθαρό. Αν τουλάχιστον ο άρρωστος ήτο κανένα ώμορφο κορίτσι, θα τώνιωθα. Δεν έφτανα όμως σε κανένα συμπέρασμα απιστίας.

Έπαθαν όμως οι δυτικοί οι Ιστορικοί, και μαζί μ' αυτούς και πολλοί δικοί μας, ό,τι έπαθε το έθνος μας με τους κλασσικούς του προγόνους. Δεν τους ερχότανε να λησμονήσουν τη Ρώμη. Τους είχε μαγεμένους η Κοσμοκρατόρισσα, και βήμα δεν έκανε ο νους τους μήτε σ' Ανατολή μήτε σε Δύση δίχως να τα θωρούν και να τα λατρεύουν ακόμα τα μεγαλεία της.