Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια. — Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι. Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε. — Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω! Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο. — Ε! από το βαπόρι!

Ήταν φίλος του παππά Συνέσιου, ο οποίος είχε τώρα την ανάγκη του για τον γάμο που εμελετούσε να κάμη. Γι' αυτό συχνά κατέβαινε στη χώρα, που κατοικούσε ο Σερέτης και αυτός πάλι συχνά ερχότανε στο Μοναστήρι για την ίδια δουλειά. Και τώρα γι' αυτό βρίσκεται απάνω να συνεννοηθή με τον 'γούμενο για ύστερη φορά. — Ήσκασα να σε περιμένω, του είπεν αυτός, άμα επλησίασε.

Μα ένοιωσα κιόλας πως ο φόβος που είχε, πως δε μοιράζουμαι τον πόνο της όσο ήθελε, ερχότανε από την ιδέα που είχε πως όλα όσα έκανα, όλα όσα στοχαζόμουν κ' έλεγα γινόντανε μόνο και μόνο για να την ξαναφέρω στη ζωή. Αυτά στοχαζόμουνα τώρα. Μα έπειτα από κείνο το βράδι, καθώς το παρατήρησα καλά ο ίδιος, άλλαξε ο τρόπος μου προς τη γυναίκα μου.

Κι αν πάθαμε πάλε και τόσα δεινά, και μάλιστα ηθικά, δεν έφταιγαν όλως διόλου κ' οι Γότθοι, παρά έφταιγαν κ' οι δικοί μας, που δεν είναι δα να πης πως είχαν οι ίδιοι τους Σπαρτιατικά συστήματα, μόνο άρχιζε και τον έτρωγε σαν ψώρα τον τόπο ένα είδος παραλυσία, και κοινωνική και πολιτική, καθώς θα δούμε σε λίγο. Ως κ' οι Λεγεώνες πια δεν τους ερχότανε να γυρίζουνε στη χώρα με τις αρματωσιές τους.

Έβλεπα τον εαυτό μου σαν άλλο πρόσωπο, έβλεπα πως έβαζα κρέας στο πιάτο μου, το έκοβα και προσπαθούσα να φάω. Όλη την ώρα στοχαζόμουνα ένα μόνο: το αμάξι που δεν ερχότανε, Θεέ μου! Το αμάξι δεν ερχότανε και στο σπίτι πέθαινε το παιδί μου και δεν μπορούσα να το προφτάσω.

Περνούσε τους αιχμηρούς στύλους, ερχότανε κάτω από το πεύκο, κ' έρριχνε τα κομματάκια μέσ' την πηγή. Ελαφρά σαν τον αφρό πήγαιναν απάνω-απάνω, και κυλούσαν μαζύ του μέχρι πέρα, ως τα δωμάτια των γυναικών, όπου η Ιζόλδη παραμόνευε τον ερχομό τους. Αμέσως, — τα βράδυα που η Βραγγίνα είχε καταφέρει ν' απομακρύνη το Βασιληά Μάρκο και τους προδότες, — η Ιζόλδη έτρεχε στο φίλο της.

Μα όταν ερχότανε το μεσημέρι τα μάτια τους ελιγώνονταν πια, επειδή εκείνη βλέποντας γυμνό το Δάφνη ένοιωθε ολανθισμένη την ομορφιά του κ' έλυονε· μήτε μπορούσε να του βρη κανένα ψεγάδι· κι' ο Δάφνης όταν την έβλεπε με το λαφοτόμαρο και με το πεύκινο στεφάνι να του δίνη το καρδάρι, θαρρούσε πως βλέπει καμιά από τις Νύμφες που ήτανε στη σπηλιά· και τότες αρπάζοντας το πεύκο από το κεφάλι της φορούσε το στεφάνι κι αυτός, αφού πρώτα το φιλούσε· μα κ' εκείνη έβαζε το φόρεμα του Δάφνη όταν λούζονταν κ' έμενε γυμνός αφού πρώτα το φιλούσε κι αυτή.

Αλλά ο Βασιληάς Μάρκος δεν ερχότανε πεια, και ο Τριστάνος θρηνούσε: — Βέβαια, ωραίε θείε, τώρα το σώμα μου βγάζει τη βρώμα κάποιου φαρμακιού πειο αποκρουστικού ακόμη, και η αγάπη σου δεν μπορεί πεια να υπερνικήση τη φρίκη.

Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θάσκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα ταρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαρειά και μεγάλη.

Τάκουγε η Ασήμω, και θαρρώντας τα πως είταν του κόσμου η κατάκριση κ' η καταλαλιά για τη συφορά της, σπαράζουνταν τα σηκώτια της, θόλωνε ο νους της, κ' έτσι της ερχότανε νανατιναχτή και να γκρεμιστή από την άκρη του βράχου, και μαζί με τα κόκκαλά της να σπάση κάθε της λαχτάρα και κάθ' ελπίδα μια και καλή.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν