United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κοιτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώση η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψη και να πάρη τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κ' η Μαριγή με τη μάννα του, που την έβλεπε κ' έτρεχε κατά το σπήλιο, αφίνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλλα και τρέλλα τον πήρε.

Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πώς τους περίμενε μ' ανοιχτές αγκάλες ο Καπετάν Πασάς, θαρρώντας τους για δικούς του, πώς τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρεμούρα έκοβε τις αλυσσίδες να φύγη κατά την Πόλη. Κ' είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.

Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη 285 του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπητα σπλάχνα ο πόνος. και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν· Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε· εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. 290 εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων· «'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι· ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει· καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι του Τηλεμάχου, οπ' έρχονταιτο δώμα τούτο ικέταις. 295 αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις 'που ευρίσκονταιτα δώματα του θείου Οδυσσέα».

Η κοινωνία τριγύρω του τίποτις ιερό μήτε όσιο πια δεν είχε. Από τέτοια κοινωνία παρμένος κι ο ίδιος του, γνώριζε τι της άρεζε. Της άρεζε ο θόρυβος, η θεωρία, τα υστερικά, τα φανταχτερά, κι ας είταν κι ανούσια. Παθολογική αρρώστια, καθώς πλούσιου που χάνοντας το είναι του χάνει και το νου του, κ' έπειτα πηγαίνει και μετράει στακρογιάλι χαλίκια, θαρρώντας τα πως είναι τάλλαρα.

Τάκουγε η Ασήμω, και θαρρώντας τα πως είταν του κόσμου η κατάκριση κ' η καταλαλιά για τη συφορά της, σπαράζουνταν τα σηκώτια της, θόλωνε ο νους της, κ' έτσι της ερχότανε νανατιναχτή και να γκρεμιστή από την άκρη του βράχου, και μαζί με τα κόκκαλά της να σπάση κάθε της λαχτάρα και κάθ' ελπίδα μια και καλή.

Και πες του τα λαμπρά άρματα, σα βγεις, να σου δανείσει, μήπως θαρρώντας οι οχτροί πως είσαι τάχα εκείνος σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι αντριωμένοι Αργίτες 800 πούλιωσαν πιά· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα. Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει κατά το καστρί αλάργα απ' τις καλύβες

Και πολεμώντας είχε αφτά στο νου το κάθε ασκέρι· πως πια δε μένει γλυτωμός οι Δαναοί θαρρούσαν 700 μόνε όλοι εκεί θα σκοτωθούν, μα μες στα στήθια οι Τρώες είχαν ολπίδα πως στρατό κι' αρμάδα θα ρημάξουν· αφτά θαρρώντας στήθηκαν τα διο τ' ασκέρια αντίκρυ.

Ενώ έλεγεν αυτά ο Δάφνης, τάκουσε ο Γνάθωνας που ήτανε κρυμμένος στον κήπο· και θαρρώντας πως ήλθεν η ευκαιρία να τα φτιάξη με το Δάφνη, αφού πήρε μερικά από τα κοπέλια του Άστυλου, τρέχει και προφτάνει το Δρύαντα· και σαν τον επρόσταξε να τους δείχνη το δρόμο για το εξοχικό του Λάμπη, έτρεχε γλήγορα.