United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα χτύπημα στην εξώπορτα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Πήγε να ανοίξει πιστεύοντας ότι ήταν οι αδελφές της ή ο ίδιος ο Τζατσίντο, που η παρουσία του δεν τη φόβιζε γιατί ήταν αρκετή για να διώξει τη μαγεία, αντίκρισε όμως τη θεια-Ποτόι και ξαναέκλεισε ενστικτωδώς την εξώπορτα για να την απομακρύνει. Η γριά έσπρωχνε κι εκείνη από έξω. «Θέλετε να με λιώσετε σαν αράχνη, ντόνα Νοέ!

Το αγόρι έγινε επιθετικό. «Τότε θα πρέπει να διώξει εμένα; Τι θα κάνω τότε εγώ; Η Γκριζέντα θα παντρευτεί και θα φύγει. Εγώ όμως τι θ’ απογίνω; Θα ζητιανεύω; Όχι, να πάτε εσείς που είστε και γέρος.» «Έχεις δίκιο», είπε ο Έφις, και έσκυψε το κεφάλι. Η υποχωρητικότητά του έκανε πάλι φιλικό απέναντί του το μικρό υπηρέτη. «Ο ντον Πρέντου είναι τόσο πλούσιος που μπορεί έτσι και αλλιώς να σας πάρει.

Ο Τριστάνσς γύρισε στη Βρεττάνη, στα Κάρχαιξ, κι' όλοι τον υποδέχτηκαν: ο Δούκας Χοέλ, κι' η γυναίκα του η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Αλλά η Ιζόλδη η Ξανθή τον είχε διώξει. Τι άξιζε πεια γι' αυτόν όλος ο άλλος κόσμος; Πολύν καιρό έλυωσε μακρυά της. Έπειτα μια μέρα, σκέφτηκε ότι έπρεπε να την ξαναϊδή, έστω κι' αν έβανε πάλι τους βαλέδες της να τον χτυπήσουν.

Εγώ θα μείνω τώρα εδώ, μα μ' όλους μου τους λόχους αδέρφι στέλνω αγαπητό να πάει να πολεμήσει, 240 και δόξασ' τον, δυνάμωσ' του, ω βροντολάλε Δία, μέσα στα στήθια την καρδιά, που ο Έχτορας να μάθει, κι' αν μοναχός του ο βλάβης μου να πολεμάει κατέχει, ή τότες μόνο του λυσσούν τ' αζύγωτά του χέρια όταν μαζί του πάω κι' εγώ στο πανηγύρι τ' Άρη. 245 Μα όταν πια διώξει τη σφαγή κι' αντάρα οχ τα καράβια, άπαθος κάνε τότε εδώ να μου γυρίσει πίσω μ' όλα μου τ' άρματα, μαζί και τ' άσκιαχτο μου ασκέρι

Ο Έφις τη κοίταξε μια στιγμή, όπως είχε κοιτάξει τη Στεφάνα, και δεν απάντησε. «Αυτό που με στενοχωρεί είναι που οι κυρίες Πιντόρ μας κρατάνε κακία», είπε η γριά, κοιτάζοντας πάλι εκεί πάνω. «Εμάς μας έχουν διώξει και μόνο ο Τσουαναντόνι μπορεί καμιά φορά να μπει στο σπίτι τους που είναι πιο κλειστό και από το Κάστρο στα χρόνια των Βαρόνων.

Και πες του τα λαμπρά άρματα, σα βγεις, να σου δανείσει, μήπως θαρρώντας οι οχτροί πως είσαι τάχα εκείνος σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι αντριωμένοι Αργίτες 800 πούλιωσαν πιά· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα. Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει κατά το καστρί αλάργα απ' τις καλύβες

Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει πίσω ως στο καστρί αλάργα απ' τις καλύβες45 Έτσι είπε περκαλώντας τον ... α τι τυφλός, γιατί είταν δικό του χάρο και κακό να περκαλέσει τέλος! Τότε αναστέναξε βαθιά και τούπε ο Αχιλέας «Ωχού, τι λόγο, Πάτροκλε θεόσπαρτε, μου κραίνεις!

Μαζί με τα βάσανα πούβαλε στο κεφάλι του ο Ιουλιανός ζητήσαντας ν' αναστήση τα παλιά, τον έτρωγε και η πιο γνωστικιά φιλοδοξία να διώξη από τανατολικά τους Πέρσους, καθώς άλλοτες είχε διώξει τους Γερμανούς από τα δυτικά. Τοιμάζει λοιπόν εκστρατεία και κατεβαίνει πρώτα στην Αντιόχεια. Άλλα όμως πρόσμενε κι άλλα βρήκε στην ξακουσμένη αυτή μεγαλόπολη της Ανατολής.

Ναι, ο Φραγκούλας ήτο γέρος, και ημπορεί να ήτο σχεδόν ανίκανος, παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος, αλλοίθωρος, αλλόκοτος και αλλόφρων. Τον είχε διώξει η γυναίκα του. Επί τινα χρόνον έμενεν εις ένα κατώγι, διά ψυχικόν. Επήγαινε με της βάρκες, εις ψάρευμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι.