United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τον καιρό, που εμείς ήμαστε παιδιά, ποιος επίστευε πως ευρίσκονταν άνθρωποι βουνήσιοι μ' ένα πουγγί κρέας κρεμάμενο από το λαιμό τους, ωσάν τα βουβάλια; ή πώς ήταν άνθρωποι με τα κεφάλια κολλημένα στο στήθος; και τώρα γνωρίζουμε ότι όποιος έβανε αυτό το στοίχημα θα έβγαινε βέβαια κερδεμμένος. Αστραπή και βροντή.

Ο Γιάννης ο Σερέτης φρεσκοξυρισμένος, χτενισμένος, με τη φορεσιά του την καινούρια, που την έβανε μόνο στης επίσημες ημέρες, με μαύρο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, ναυτικά δεμένο και με το καλό του φέσι με το ανοιχτόχρωμο, μπιμπιλωμένο μαντήλι περίγυρα και η γνωστή μας χήρα, η παχουλή και αφράτη, η συδέκνισσα του παππά Συνέσιου με την πιο καλή της φορεσιά.

Κένταγε το ψηλό βουνό, το κλεφταγαπημένο, Κι’ έβανε αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα, Στη μέση τους Αρματωλούς και στα ψηλά τους Κλέφτες, Στα πλάγια γιδοπρόβατα με κύπρους, με κουδούνια, Κι’ ανάμεσα στα πρόβατα, κι’ ανάμεσα στα γίδια Κένταγεν άξιους πιστικούς και σκύλους και κουτάβια, Κι’ έναν καθάριον πιστικό σ’ ένα ψηλό κοτρώνι Να κάθεται και να λαλή γλυκόφωνη φλογέρα.

Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν.

Πότε τον έδιωχναν τάχα από κοντά τους· πότε στην ώρα που εδιηγόταν άρχιζαν όλοι ομόφωνοι τον βήχα· πότε έπιαναν φιλονεικία και τον εσύγχιζαν και κάποτε έφευγεν έναςένας σιγά και τον άφιναν ολομόναχον να λέγη και ν' ακούη. Ο Γιαννιός εφουρκιζόταν κ' έβανε όρκο στις μάνας του τα κόκκαλα, στη θάλασσα που αρμενίζει, να μη διηγηθή πλέον τίποτα.

Εν ανάγκη ο Βασιληάς Αρθούρος θ' ανελάμβανε την προστασία της, και στο μέλλον, καμμιά απιστία δε μπορούσε πεια να τη βάλη σε κίνδυνο. Γιατί να τριγυρίζη άλλο, γύρω από το Τινταγκέλ; Άδικα έβανε σε κίνδυνο τη ζωή του δασοκόμου, και την ησυχία της Ιζόλδης.

Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα, ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε, τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη γυναίκα.

Εσύ μονάχα; να κι' εγώ.. αστρονόμο χάψι έβανε, αμά ντεν κλαίω... ντε φωνάζω πουφ μουφ... μην κλαις... σώπα σώπα.... έλα κοντά, πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψαι αναφορά ς' το Κύριο Διοικοτή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου.. άιδε· κάμε γλίγωρα να στείλουμε. ΛΟΓ. Και δη γραπτέον.... ευ έχει. ΑΝΑΤ. Εμ μεβ, άφστο πγιά.. γράψαι. ΑΝΑΤ. Έγραψες; ΛΟΓ. Ναι.

Η Κόρη κάθονταν ψηλά σε γυάλινον εξώστη Και κένταε μ’ αργυρές κλωστές, χρυσές και μεταξένιες, Απάνω σε κατάλευκο μεταξωτό μαντήλι, Όλα τα λούλουδα της γης και τ’ ουρανού τ’ αστέρια, Μαντήλι μοσκομάντηλο και της χαράς μαντήλι, Που θα φορούσε τη Λαμπρή, σαν θάσαρνε με χάρη Το σαραντάδιπλο χορό στο χωροστάτι μέσα, Κι’ εκεί που βαρυοξόμπλιαζε κ’ εκεί π’ ωριοκεντούσε Την πούλια, τον αυγερινό και τον αποσπερίτη, Κι’ έβανε στην εφτάστερη την πούλια αχνή λαμπράδα Κι’ αχτίδες ς’ τον αυγερινό, του ήλιου θυγατέρες.