United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιάστε της τα χέρια. Τρέξετε μέσα. Τι στεκώστε έτσι; Θε ν' αλλάξω για το δικό σου το χατήρι την απόφασί μου. Θέλω να πεθάνω! Την ταπείνωσί μου δεν μπορώ να υποφέρω. . . Εκατό ζευγάρια περιστέρια τάζω στην Αφροδίτη αν γλυτώση Ι Της το πήρα από τα χέρια πριν το σπάση. Δόσ' τον όπως είνε να τον ρίξουνε τον σφάχτη μεσ' στην αναμμένη στάχτη.

Βλέπει την ζωήν του εις άμεσον κίνδυνον, και ήθελε καταδικάση αμέσως τον Αμλέτον ως φονέα, αλλ' απαντά πρόσκομμα ακατανίκητον εις την συμπάθειαν του λαού και εις την μητρικήν αγάπην της Γελτρούδης· όθεν ενεργεί πυρετωδώς διά να αποπέμψη τον Αμλέτον· μετά την αναχώρησίν του, εις την παραζάλην του τρόμου η αναμμένη φαντασία του στρέφεται προς τον Βασιλέα της Αγγλίας· εις την νοεράν προσφώνησιν μεταχειρίζεται και τον εκφοβισμόν και την ικεσίαν, καθώς βασανίζεται από την ανησυχίαν, μήπως εκείνος δεν θελήση να εκτελέση την φονικήν παραγγελίαν την περιεχομένην εις τα σφραγισμένα γράμματα.

Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος. Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν. Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.

Ήξερα πως θα είτανε δυο, γιατί ο δικός μας γιατρός ήθελε να συμβουλευτή έναν ειδικό· δεν τολμούσε πια να πάρη απάνω του μόνος την ευτύνη. Καθόμουνα μόνος, η λάμπα είταν αναμμένη κ' είχα μπροστά μου το χειρόγραφο, απ' όπου λείπανε τα τελευταία κεφάλαια. Είχα καλονυχτίσει τη γυναίκα μου και της είπα πως ήθελα να εργαστώ.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν λέγει γρυ, αυθέντα μου, πλην κλαίει κι' όλον κλαίει· και πότε ‘ς το κρεββάτι της ξαπλόνεται και πέφτει, και πότ' ανασηκόνεται, και μιαν Τυβάλτη! κράζει, Ρωμαίε! κράζει έπειτα, και πάλιν ξαναπέφτει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ωσάν να ήτο τ' όνομα εκείνο μία σφαίρα, που από στόμα κανονιού εβγήκεν αναμμένη και την εσκότωσε!

Φωτιά ήτον αναμμένη εις το προαύλιον. Γυναίκες και παιδία εθερμαίνοντο εις το πυρ. Έκαμνε ψύχραν. — Πέτε μας καμμίαν ιστορίαν για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ, και εκάθησα πλησίον εις το πυρ. Εδώ στο σπίτια, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπα τον παλαιόν καιρόν! Πού κείνα τα χρόνια!

Δεν ανέχεσαι να μείνω; εφώναξε, «είμεθα σύμφωνοι! Περιμένεις καλούς φίλους, καλυτέρους από μέναΝτροπή Μπαμπέττα!» — Είσαι αποτρόπαιος! είπεν η Μπομπέττα. Σε μισώ! και έκλαιε. Φύγε, φύγεΑυτό δεν το άξιζα! είπεν ο Ρούντυ και έφυγε· τα μάγουλά του ήσαν αναμμένα σαν φωτιά, η καρδιά του ήτο αναμμένη σον φωτιά. Η Μπαμπέττα έπεσε 'στο κρεββάτι της και έκλαιε.

Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου η σταλαματιές κι' η κάναλες των κεραμιδιών και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπαση και του καρακολιού. Είχαν σκολάσ' η νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ' ασπρίσματα των σπιτιών τους κι' έλαμπαν τούτ' από την παστράδα και το νοικοκυριό. Εφώτιζε την ανατολική γωνιά της σπιτομάννας η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων.