Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


ΑΡΓΓΑΝ Ο αδελφός μου το έκανε όλο το κακό. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Να περιφρονηθή το κλύσμα μου! ΑΡΓΓΑΝ Πέτε να το φέρουν· θα το κάνω αμέσως. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Θα σας εθεράπευα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δεν το αξίζει. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Θα είχα καθαρίσει το σώμα σας και θα σας είχα εντελώς απαλλάξει από όλους τους κακούς χυμούς. ΑΡΓΓΑΝ Αχ! αδελφέ μου! κ.

Και συ λαιμέ μου κάτασπρε σαν του βουνού το χιόνι, Σαν σας σταλάζω με φλουριά και με διαμάντια τόσα, Μη για χορό συντάζεσθε, μήνα σε γάμο πάτε;... Πέτε, πού ο γάμος γίνεται και πού ο χορός κρατιέται; Πούναι κι' ο νηός που θα σας 'δή και θα σας αγαπήση Κι' ακολουθώντας σας θαρθή να σας χαρή μια μέρα; Εσάς σας χαίρεται η ερμιά.

Σηκωθήτε όλοι να τον καρτερέσετε στην αυλή.. Μην του πήτε πως είμαι του θατανά και σκανιάση... Πέτε του ότ' είμαι λιγάκι άρρωστη... Ότι με πονεί το κεφάλι...... Όχι, όχι.! Πέτε του καλύτερα, ότι χτύπησα στο ποδάρι και για αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω.... Μη βγαίνετε όμως όλοι έξω... Ας μείνουν κι' ένας-δυο μέσα μ' εμένα, γιατί φοβούμαι να μείνω μοναχή μου...

« Βλέπετε!.. Δούλοι είμαστε. » Τινάξτε, τη δουλεία! . ., » Τους Τούρκους τους δουλεύουμε » Εις ό,τι κι' αν μας 'πούνε, » Κι' αυτοί τηράνε,. . τα σκυλιά! . . » Το αίμα μας να πιούνε. » Εμπρός! Παιδιά μου, θ ά ν α τ ο ς » Πέτε, ή λ ε υ θ ε ρ ί α!»

Αλλ' άμποτε να το θελήσης, του είπα, ανεκτίμητε Ευθύδημε, εάν πράγματι λέγης την αλήθειαν· τι να σου ειπώ όμως, δεν το παραπιστεύω να έχης αυτήν την δύναμιν, εκτός τουλάχιστον αν έδιδε την συγκατάθεσίν του και ο αδελφός σου αυτός ο Διονυσόδωρος· τότε ίσως μάλιστα· πέτε μου όμως, σας παρακαλώδιότι κατά τα άλλα δεν βλέπω πως θα ημπορούσα να σας αμφισβητήσω, ανθρώπους τόσον υπερφυσικής σοφίας, ότι εγώ, δεν γνωρίζω τα πάντα, αφού εσείς είσθε που το λέγετε· πως όμως, Ευθύδημε, ημπορώ να ισχυρισθώ αυτό, παραδείγματος χάριν, το πράγμα: ότι οι αγαθοί άνθρωποι είναι άδικοι; έλα λέγε μου, αυτό το γνωρίζω ή δεν το γνωρίζω; — Το γνωρίζεις, μου απεκρίθη. — Τι πράγμα; — Ότι δεν είναι άδικοι οι αγαθοί. — Βεβαίως, του απεκρίθην, αυτό ν' ακούεται, αλλά δεν σε ερωτώ αυτό· αλλά πού έμαθα εγώ ότι οι αγαθοί άνθρωποι είναι άδικοι; — Πουθενά, απήντησεν ο Διονυσόδωρος. — Ώστε επομένως είναι πράγμα που δεν το γνωρίζω εγώ αυτό. — Μας χαλάς την υπόθεσιν, είπεν ο Ευθύδημος προς τον Διονυσόδωρον· τώρα θα φανή πως δεν γνωρίζει και έτσι πως είναι επιστήμων και ανεπιστήμων συγχρόνως.

Ποιος νάνε τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήση; Ποιος νάνε τάχα ο νιος που μ' ένα δαχτυλίδι, Μαντήλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρη; Ποιος νάνε τάχα ο νιος, που μ' ένα φίλημά του Γλυκό και φλογερό απ' το λευκό μου χέριτην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήση νύφην; Ποιος νάνε τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια Κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια Εσύ, ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!

Ωραία κυρά, της είπα, με όλον που είναι νύκτα, γνωρίζω καταλεπτώς την ευμορφιάν σου, και την εξανοίγω τόσον, που με κάνει να μείνω εκστατικός· μα στοχασθήτε την κατάστασίν μου, και πέτε την αλήθειαν αν δεν είναι πολλά κινδυνώδης; Αλήθεια, εκείνη απεκρίθη· μα ο χαμός της ζωής δεν είναι βέβαιος· επειδή και ο βασιλεύς είνε πολλά καλός, και θέλει σε συμπαθήσει· άφησε το λοιπόν τα μέλλοντα, επειδή και είναι εις το χέρι του Ουρανού, και μη στέκης συγχυσμένος διά τώρα.

Πέτε μας τα ονόματά σας! — Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν. — Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εκτείνας την φωνήν·Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε. — Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.

Μα η γυναίκα μου μ' ένα σφίξιμο του χεριού μου, όπου αιστάνθηκα όλον τον πόνο της, ξαπολύθηκε από το μπράτσο μου που της είχε αγκαλιασμένη τη μέση και μπλέκοντας τα χέρια της, σε τρόπο που νακουστούνε κυριολεχτικά τα κόκκαλα που τρίξανε, φώναξε: — Πέτε πως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Πέτε το.

Φωτιά ήτον αναμμένη εις το προαύλιον. Γυναίκες και παιδία εθερμαίνοντο εις το πυρ. Έκαμνε ψύχραν. — Πέτε μας καμμίαν ιστορίαν για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ, και εκάθησα πλησίον εις το πυρ. Εδώ στο σπίτια, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπα τον παλαιόν καιρόν! Πού κείνα τα χρόνια!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν