United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωρίς να διστάση, ένευσεν εις τους δύο συντρόφους του να τον ακολουθήσωσι, και ανέβη εις την οικίαν. Οι δύο ακόλουθοι του Βατούλα, οίτινες είχον μείνει κατά την παραδεδεγμένην τακτικήν εις το προαύλιον της οικίας, διεμαρτυρήθησαν δι' υποκώφων γογγυσμών, αλλά δεν ετόλμησαν ν' αντισταθώσιν.

Τότε είς των πέντε, ακούσας βήματα, εστράφη, και είδε την δευτέραν συνοδείαν, και την υπέδειξεν εις τους μετ' αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα. Εισήλθον πρώτον, ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ, εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι.

Ο Απόστολος, η γραία και ο νεανίσκος επορεύθησαν κατά μήκος του ποταμού, ενώ ο μικρόσωμος γέρων, ο Ούρσος και η Λίγεια εισήρχοντο εις στενόν δρομίσκον, εισήρχοντο εις το προαύλιον οικίας, της οποίας το ισόγειον κατείχετο από τα καταστήματα ενός ελαιοπώλου και ενός ορνιθοπώλου.

Εις τέτοιον πείσμα και ισχυρογνωμίαν της γυναικός ο δυστυχής άνδρας της ευρίσκετο εις μεγάλην στενοχωρίαν, λύπην και αδημονίαν, και μη ηξεύροντας τι να αποφασίση εκάθητο λυπημένος έξω εις το προαύλιον, και στοχαζόμενος αν πρέπει να της φανερώση το μυστήριον και να θυσιάση την ζωήν του, ή να αφήση την γυναίκα του να αποθάνη την οποίαν αγαπούσε καθ' υπερβολήν.

Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη. Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186 . . . εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ' ερρέμβαζεν.

Ανεγίνωσκεν ο μπάρμπ'- Αναγνώστης της Περμάχως ολίγον βιαστικά πλέον τας τελευταίας ευχάς, ρίπτων συγχρόνως βλέμματα πλάγια και κρυφά από του παραθύρου, έξω εις το προαύλιον το δροσερόν, όπου η θεια-Αννούσα υπό τινα ελαίαν, καθαρά πάντοτε και άμεμπτος εις όλα, αλλ' επιμένουσα όμως ακόμη ότι είδε τον Λαλεμήτρον εις τον άγιον Διονύσιον, ανάψασα μεγάλην πυράν, προσεπάθει με πεταχτήν προθυμίαν να ετοιμάση τον καφέ, παρά την διαυγή πηγήν του ύδατος, όπερ ηγιασμένον εξήρχετο από το άγιον Βήμα του ναΐσκου, λαμπρόν ως ασημένιο υπό τα δροσόχορτα, αγίασμα καθαρτικόν και της ψυχής των ρύπων.

Εις τα προαύλιον του οικίσκου των του εξοχικού διεχύνοντο μεθυστικά αρώματα διαφόρων ανθέων, τα οποία εκεί παραπέρα έλαμπον εις τας ακτίνας του ηλίου με ανεκλαλήτους χρωματισμούς, ονειρώδους λειμώνος. Ζωύφια εβόμβουν κύκλω, πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων. Ο Σπύρος ανεπόλει διαφόρους αναγνώσεις του, θεωρών τα περί αυτόν φαιδρά αντικείμενα.

Το πράγμα ήτο επικίνδυνον άλλως, διότι ο διδάσκαλος ήτο ικανός, όπως και άλλοτε, πριν συνάψη τον τόσω ατυχή αρραβώνα, έπραττε, να ψάξη εις της τσέπαις των μαθητών και να ρίψη τεμάχια του άρτου εις τας όρνιθας, βοσκούσας κατ' αγέλας εις το προαύλιον. Τέλος εσήμανε μεσημβρία.

Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν η δουλειές, κι' ο γέρο-Στάθης έγεινε μικρό-αρχιναυπηγόςεσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίαςτότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.

Φωτιά ήτον αναμμένη εις το προαύλιον. Γυναίκες και παιδία εθερμαίνοντο εις το πυρ. Έκαμνε ψύχραν. — Πέτε μας καμμίαν ιστορίαν για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ, και εκάθησα πλησίον εις το πυρ. Εδώ στο σπίτια, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπα τον παλαιόν καιρόν! Πού κείνα τα χρόνια!