United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αν τον εύρισκεν, είνε άδηλον αν θα ετόλμα να εκφράση προς αυτόν την επιθυμίαν της ταύτην. Πιθανώτερον είνε ότι ήθελε σιγήσει. Όσον διά τον Πλήθωνα, ούτος εμερίμα περί του Μάχτου. Επεθύμει να έλθη ως τάχιστα ο νέος Αθίγγανος, όπως απαλλάξη αυτόν της παρούσης βασάνου. Εν τούτοις μετ' ολίγον ήτο μεσημβρία και ο Πρωτόγυφτος δεν εφάνη.

Εγνώριζε μεν και αυτήν και τον σύζυγόν της, εχαιρετώντο καθ' οδόν, αλλ' ουδέποτε συνωμίλησε μετ' αυτής, ώστε δεν είχεν ούτε το δικαίωμα ούτε το θάρρος να την μεταχειρισθή ως προξενήτριαν. Ταύτα εσκέπτετο, ενώ διήρχετο την πλατείαν πορευόμενος προς την οικίαν του, διότι επλησίαζεν η μεσημβρία, ώρα φαγητού, ότε είδεν αίφνης απέναντι του ερχόμενον τον Κ. Μητροφάνην.

Επάνοδος εις Καπερναούμ — Ο παραλυτικός καταβιβαζόμενος διά της στέγης. — «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». — Η οργή των Φαρισαίων. — Περί νηστείας ζήτημα. — Ο νέος οίνος και ο παλαιός. Ίσως ήτο μεσημβρία της αυτής ημέρας, όταν ο Ιησούς επέστρεψεν πάλιν εις την κοιλάδα της Γεννησαρέτ.

Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πως, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά.

Διά τί εν τη τραγωδία του Βολταίρου η &Σεμίραμις&, ουδεμίαν προξενεί εντύπωσιν η εμφάνισις της σκιάς του Νίνου; Ουχί, ως θέλει ο Λέσσιγκ, διότι παρουσιάζεται αναιδώς εν πλήρει μεσημβρία, — ενώ η διακριτική και μυστηριώδης σκιά του πατρός του Αμλέτου παρουσιάζεται κατά το μεσονύκτιον, εις ολίγων μόνον ανδρών τους οφθαλμούς.

Εκείνοι ήκουσαν εν αφώνω συγκινήσει, αλλ' απ' εκείνης της ώρας, οδηγήσας αυτήν μακράν θεάματος το οποίον κατεβασάνιζε την ψυχήν της με τρομεράν αγωνίαν, «έλαβεν αυτήν εις τα ίδια», ήτοι την προσέλαβεν εις την ιδίαν οικίαν Του. Ήτο ήδη μεσημβρία, και σκότος ασύνηθες, σκότος το οποίον μαρτυρούσι και αρχαίοι εθνικοί συγγραφείς, επέπεσεν επί την γην.

Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος.

Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν . . . διά να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ' εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον . . . Εξύπνησα έντρομος, κ' έφυγον . . . Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος . . . Από τον αντικρυνόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος.

Αλλ' ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης. «Κρίμαείπε καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν άλλο από των ώτων και άλλο από της ουράς. Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει από της αγοράς. — Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ.

Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήση το έν ή το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κ' εκύτταζεν. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή η Μπαλαλού. Επλησίαζεν ήδη μεσημβρία, και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχη ελπίς.