United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν δεν μας σώζει αυτός ο φόβος και εις πολλά άλλα και δεν μας προετοιμάζει την νίκην και σωτηρίαν εις τον πόλεμον τόσον υπερβολικά, όσον κανέν άλλο; Επομένως δύο είναι τα προπαρασκευάζοντα την νίκην, το θάρρος μεν εμπρός εις τους εχθρούς, ο φόβος δε εμπρός εις τους φίλους διά την άνανδρον καταισχύνην. Αυτό είναι αληθές. Επομένως οφείλει έκαστος από ημάς να γίνεται, άφοβος και περίτρομος.

Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πως, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά.

Όταν απεμακρύνθη αρκετά από της ξηράς, ανωρθώθη περίτρομος ακόμη και ήρχισε να ψηλαφά τα μέλη του. — Ω! διάβολε! &άλτρος κάβος κονταρέμους.& Και προσέθηκεν·Ως τόσο, καλά που την εγλύτωσα. Πώς θα χαρή η καϋμένη η γρηά. Είτε φαντασιώδης ήτο ο κίνδυνος, είτε πραγματικός, του μπάρμπ’- Αλέξη του εφάνη ότι «εξαναγεννήθη». Εν τούτοις δεν ήτο απίθανον να ήσαν και λησταί οι δύο εκείνοι άνθρωποι.

Νερό! Νερό! Σοφούλα, Νερό! εκραύγασεν η γραία. Αχ! Πάει το κορίτσι! Σκοτώθηκε! Τι να γένω! — Η Σοφούλα καταβάσα ταχέως από του δένδρου περίτρομος ως να έπεσε και αυτή έσπευσεν εις την κρήνην ως πτερωτή κ' εκόμισε δροσερόν ύδωρ, δι' ου η γραία περιέβρεχε το μέτωπον και τας παρειάς της Δεσποινιώς, ήτις ωχρά ως νεκρωθείσα είχεν ημικλείστους ως ημίσβεστον λυχνίαν, τους ωραίους οφθαλμούς της.

Είτα δε, ωσεί φαεινή τις ιδέα επήλθεν αίφνης απαντώσα εις το ενδιάθετον αυτό ερώτημα, έστη αποτόμως επιστραφείς ενώπιον της συζύγου του και ηρώτησε·Θέλεις, Ερμιόνη μου, να σιωπήσουν οι γείτονές μας, και να παύση όλη αυτή η διασκέδασις και ο θόρυβος; — Όχι τους καϋμένους! απήντησεν εκείνη περίτρομος, τις οίδεν οποία υποθέτουσα τα σχέδια του συζύγου της.

Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο Δημητράκης· εμπρός!... Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα. — Αριστόδημε!... πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος. — Α!... αίματα... πατάω αίματα!... είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας. — Φως!... ένα φως!... πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .

Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου. — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

Κάθισε τώρα, λέει ο Δημήτρης. Όπου και να είναι θα περάση ο Πανάγος. Την ξέρεις την ώρα του σαν έχη μάζωμα. Ξεκινάει αυτός πριν τους δουλευτάδες του. Να, από κειδά θα περάση. Μια του παίζεις, και γλύτωσε η τιμή μας. — Δημήτρη! ξεφωνίζει περίτρομος ο Μιχάλης. Έπειτα, κάπως παραπονιάρικα και με παρακάλιοΈλα στο νου σου, αδερφούλη μου, ξαναλέει.